헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γηραιός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γηραιός

형태분석: γηραι (어간) + ος (어미)

어원: gh=ras

  1. 늙은, 오래된, 고대의
  1. aged, in old age

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 γηραιός

늙은 (이)가

γήραιον

늙은 (것)가

속격 γηραιοῦ

늙은 (이)의

γηραίου

늙은 (것)의

여격 γηραιῷ

늙은 (이)에게

γηραίῳ

늙은 (것)에게

대격 γηραιόν

늙은 (이)를

γήραιον

늙은 (것)를

호격 γηραιέ

늙은 (이)야

γήραιον

늙은 (것)야

쌍수주/대/호 γηραιώ

늙은 (이)들이

γηραίω

늙은 (것)들이

속/여 γηραιοῖν

늙은 (이)들의

γηραίοιν

늙은 (것)들의

복수주격 γηραιοί

늙은 (이)들이

γήραια

늙은 (것)들이

속격 γηραιῶν

늙은 (이)들의

γηραίων

늙은 (것)들의

여격 γηραιοῖς

늙은 (이)들에게

γηραίοις

늙은 (것)들에게

대격 γηραιούς

늙은 (이)들을

γήραια

늙은 (것)들을

호격 γηραιοί

늙은 (이)들아

γήραια

늙은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Εἰ δὲ τοίνυν καὶ γυνὴ καὶ γηραιὰ καὶ ἑπτὰ παίδων μήτηρ ὑπέμεινε τὰσ μέχρι θανάτου βασάνουσ ὁρῶσα τῶν τέκνων, ὁμολογουμένωσ αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴσ λογισμόσ. (Septuagint, Liber Maccabees IV 16:1)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 16:1)

  • ἐνταῦθα γέρων ἱερεὺσ καὶ γυνὴ γηραιὰ καὶ ἑπτὰ παῖδεσ ἐγκεκήδευται διὰ τυράννου βίαν, τὴν Ἑβραίων πολιτείαν καταλῦσαι θέλοντοσ, (Septuagint, Liber Maccabees IV 17:9)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 17:9)

  • ὦ τλάμων ἅγησαί μοι πούσ, ἅγησαι τᾷ γηραιᾷ πρὸσ τάνδ’ αὐλάν· (Euripides, Hecuba, choral, strophe12)

    (에우리피데스, Hecuba, choral, strophe12)

  • ἔδοξεν Ἀργείοισιν οὐ διχορρόπωσ, ἀλλ’ ὥστ’ ἀνηβῆσαί με γηραιᾷ φρενί· (Aeschylus, Suppliant Women, episode5)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, episode5)

  • τοὺσ μὲν γὰρ ἐν ἥβῃ πάντασ, πλὴν εἴ τινεσ διέφυγον εὐθὺσ ἁλισκομένησ τῆσ πόλεωσ, ἀπέκτειναν, γυναῖκασ δὲ καὶ παῖδασ αὐτῶν καὶ τὰ γηραιὰ τῶν σωμάτων ἠνδραποδίσαντο, καὶ τῶν χρημάτων ὅσα δύναμισ ἦν αὐτοῖσ φέρειν συσκευασάμενοι κατὰ σπουδήν, πρὶν ἅπαντασ ἐπιβοηθῆσαι Λατίνουσ, ἀνέστρεψαν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 26 4:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 26 4:1)

유의어

  1. 늙은

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION