Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐτυχία

Noun; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐτυχία

Etym.: from eu)tuxh/s

Sense

  1. good luck

Examples

  • ἡδέωσ δ’ ἂν παρὰ σοῦ πυθοίμην, ὅθεν οὕτωσ ἀτόπωσ ἔχεισ καὶ τί τούτων αἴτιον, Τί γὰρ ἄλλο γε, ὦ ἑταῖρε, ἢ εὐτυχία; (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 1:3)
  • ‐ ἀλλὰ τὸν εὐτυχίᾳ λαμπρὸν ἄν τισ αἱροῖ μοῖρα πάλιν· (Euripides, Suppliants, choral, antistrophe 11)
  • ἴτ’ ἐπ’ εὐτυχίᾳ τῆσ σῳζομένησ μοίρασ εὐδαίμονεσ ὄντεσ. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, anapests1)
  • ὁ χρυσὸσ ἅ τ’ εὐτυχία φρενῶν βροτοὺσ ἐξάγεται, δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων. (Euripides, Heracles, choral, antistrophe 22)
  • εὐτυχία γένοιτο τἀνθρώπῳ, ὅτι προήκων ἐσ βαθὺ τῆσ ἡλικίασ νεωτέροισ τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται καὶ σοφίαν ἐπασκεῖ. (Aristophanes, Clouds, Parabasis, prelude2)

Synonyms

  1. good luck

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION