ἐπικουρία
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπικουρία
형태분석:
ἐπικουρι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 지원, 덕택, 도움
- aid, succour
- an auxiliary or mercenary force
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- περὶ δὲ ζωῆσ τὸν νεκρὸν ἀξιοῖ, περὶ δὲ ἐπικουρίασ τὸ ἀπειρότατον ἱκετεύει, περὶ δὲ ὁδοιπορίασ τὸ μηδὲ βάσει χρῆσθαι δυνάμενον, (Septuagint, Liber Sapientiae 13:18)
(70인역 성경, 지혜서 13:18)
- "’ φαίη ἄν, εἰ τὰ δίκαια καὶ ἀληθῆ θέλοι λέγειν, ὅτι ’ πλεῖν μὲν ἢ γεωργεῖν ἢ στρατεύεσθαι ἤ τινα τέχνην μετιέναι περιττὸν εἶναί μοι δοκεῖ, κέκραγα δὲ καὶ αὐχμῶ καὶ ψυχρολουτῶ καὶ ἀνυπόδητοσ τοῦ χειμῶνοσ περιέρχομαι καὶ τρίβωνα ῥυπαρὸν περιβέβλημαι καὶ ὥσπερ ὁ ‐ Μῶμοσ τὰ ὑπὸ τῶν ἄλλων γιγνόμενα συκοφαντῶ, καὶ εἰ μέν τισ ὠψώνηκε τῶν πλουσίων πολυτελῶσ ἢ ἑταίραν ἔχει, τοῦτο πολυπραγμονῶ καὶ ἀγανακτῶ, εἰ δὲ τῶν φίλων τισ ἢ ἑταίρων κατάκειται νοσῶν ἐπικουρίασ τε καὶ θεραπείασ δεόμενοσ, ἀγνοῶ. (Lucian, Icaromenippus, (no name) 29:8)
(루키아노스, Icaromenippus, (no name) 29:8)
- τῶν ἐκτόσ, τὸ δὲ πῦρ ὑπ’ ἀρετῆσ πολλῆσ καὶ αὔταρκεσ, ὡσ οὖν στρατηγὸσ ἀμείνων ὁ παρασκευάσασ τὴν πόλιν μὴ δεῖσθαι τῶν ἔξωθεν συμμάχων, οὕτω καὶ στοιχεῖον τὸ τῆσ ἔξωθεν ἐπικουρίασ παρέχον πολλάκισ μὴ δεόμενον ὑπερέχον. (Plutarch, Aquane an ignis sit utilior, chapter, section 11 2:1)
(플루타르코스, Aquane an ignis sit utilior, chapter, section 11 2:1)
- ὅταν δέ τισ ἐπικουρίασ δεόμενοσ ἑταῖροσ ἐκ παλαιοῦ καὶ φίλοσ ἀπὸ πολλῶν ὀλίγα αἰτῇ προσελθών, σιωπὴ καὶ ἀπορία καὶ ἀμαθία καὶ παλινῳδία τῶν δογμάτων πρὸσ τὸ ἐναντίον· (Lucian, Piscator, (no name) 35:3)
(루키아노스, Piscator, (no name) 35:3)
- οὗτοσ δὲ ἀγρὸν ὅλον παρ’ ἐμοῦ λαβὼν καὶ τῇ θυγατρὶ προῖκα δύο τάλαντα, μισθὸν τοῦ ἐπαίνου, ὁπότε ᾄσαντά με πάντων σιωπώντων μόνοσ ὑπερεπῄνεσεν ἐπομοσάμενοσ ᾠδικώτερον εἶναι τῶν κύκνων, ἐπειδὴ νοσοῦντα πρῴην εἶδέ με καὶ προσῆλθον ἐπικουρίασ δεόμενοσ, πληγὰσ ὁ γενναῖοσ προσενέτεινεν. (Lucian, Timon, (no name) 46:2)
(루키아노스, Timon, (no name) 46:2)
유의어
-
지원
- ἐπάρκεσις (지원, 덕택, 도움)
- ἐπιβοήθεια (a coming to aid, succour)
- βοή (aid called for, succour)
- παραβοήθεια (도움, 덕택, 원조)
- ὠφέλεια (도움, 덕택, 원조)
- τιμώρημα (도움, 덕택, 원조)
-
an auxiliary or mercenary force