ὠφέλεια
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὠφέλεια
ὠφελείᾱς
형태분석:
ὠφελει
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 도움, 덕택, 원조, 지원
- 이익, 이득, 봉사, 복무, 은혜, 장점
- 전리품, 강탈, 약탈, 허물 벗기
- help, aid, succour (especially in war)
- profit, advantage, benefit, source of gain or profit, service
- (and especially) gain made in war, spoil, booty
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ προσέθετο ἔτι Ἀχιμάασ υἱὸσ Σαδὼκ καὶ εἶπε πρὸσ Ἰωάβ. καὶ ἔστω ὅτι δράμω καί γε ἐγὼ ὀπίσω τοῦ Χουσί. καὶ εἶπεν Ἰωάβ. ἱνατί σὺ τοῦτο τρέχεισ, υἱέ μου̣ δεῦρο, οὐκ ἔστι σοι εὐαγγέλια εἰσ ὠφέλειαν πορευομένῳ. (Septuagint, Liber II Samuelis 18:22)
(70인역 성경, 사무엘기 하권 18:22)
- ἐφροντίσαμεν τοῖσ μὲν βουλομένοισ ἀναγινώσκειν ψυχαγωγίαν, τοῖσ δὲ φιλοφρονοῦσιν εἰσ τὸ διὰ μνήμησ ἀναλαβεῖν εὐκοπίαν, πᾶσι δὲ τοῖσ ἐντυγχάνουσιν ὠφέλειαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 2:25)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 2:25)
- καὶ τὴν ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ τὴν πρὸσ αὐτοὺσ Γαλάτασ παράταξιν γενομένην, ὡσ οἱ πάντεσ ἐπὶ τὴν χρείαν ἦλθον ὀκτακισχίλιοι σὺν Μακεδόσι τετρασχιλίοισ, τῶν Μακεδόνων ἀπορουμένων, οἱ ὀκτακισχίλιοι τὰσ δώδεκα μυριάδασ ἀπώλεσαν διὰ τὴν γενομένην αὐτοῖσ ἀπ̓ οὐρανοῦ βοήθειαν καὶ ὠφέλειαν πολλὴν ἔλαβον. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:20)
(70인역 성경, Liber Maccabees II 8:20)
- τίσ ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰσ διαφθοράν̣ μὴ ἐξομολογήσεταί σοι χοῦσ ἢ ἀναγγελεῖ τὴν ἀλήθειάν σου̣ (Septuagint, Liber Psalmorum 29:10)
(70인역 성경, 시편 29:10)
- τί ἱκανόσ, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ̣ καὶ τίσ ὠφέλεια, ὅτι ἀπαντήσομεν αὐτῷ̣ (Septuagint, Liber Iob 21:15)
(70인역 성경, 욥기 21:15)
- τί γὰρ μέλει τῷ Κυρίῳ, ἐὰν σὺ ἦσθα τοῖσ ἔργοισ ἄμεμπτοσ̣ ἢ ὠφέλεια, ὅτι ἁπλώσεισ τὴν ὁδόν σου̣ (Septuagint, Liber Iob 22:3)
(70인역 성경, 욥기 22:3)
- σοφία κεκρυμμένη καὶ θησαυρὸσ ἀφανήσ, τίσ ὠφέλεια ἐν ἀμφοτέροισ̣ (Septuagint, Liber Sirach 20:29)
(70인역 성경, Liber Sirach 20:29)
- ἀγάπα τὴν ψυχήν σου καὶ παρακάλει τὴν καρδίαν σου καὶ λύπην μακρὰν ἀπόστησον ἀπὸ σοῦ. πολλοὺσ γὰρ ἀπώλεσεν ἡ λύπη, καὶ οὐκ ἔστιν ὠφέλεια ἐν αὐτῇ. (Septuagint, Liber Sirach 30:23)
(70인역 성경, Liber Sirach 30:23)
유의어
-
도움
- παραβοήθεια (도움, 덕택, 원조)
- τιμώρημα (도움, 덕택, 원조)
- ἐπικουρία (지원, 덕택, 도움)
- ἐπάρκεσις (지원, 덕택, 도움)
- ἐπωφελία (도움, 도움말, 덕택)
- ἐπαρωγή (도움, 덕택, 원조)
- προσωφέλημα (help or aid in)
- ἐπιβοήθεια (a coming to aid, succour)
- βοή (aid called for, succour)
- ὄνειαρ (지원, 이익, 이득)
- ἄρκεσις (도움, 원조, 덕택)
- τιμωρίᾱ (도움, 덕택, 원조)
- προσωφέλησις (도움, 덕택, 원조)