ὠφέλεια
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὠφέλεια
ὠφελείᾱς
형태분석:
ὠφελει
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 도움, 덕택, 원조, 지원
- 이익, 이득, 봉사, 복무, 은혜, 장점
- 전리품, 강탈, 약탈, 허물 벗기
- help, aid, succour (especially in war)
- profit, advantage, benefit, source of gain or profit, service
- (and especially) gain made in war, spoil, booty
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Ζητῶν δὲ ἀεὶ πρὸσ ἐμαυτὸν οὔπω καὶ τήμερον εὑρεῖν δεδύνημαι τίνοσ ἕνεκα τὴν σπουδὴν ταύτην ἐσπούδακασ περὶ τὴν ὠνὴν τῶν βιβλίων ὠφελείασ μὲν γὰρ ἢ χρείασ τῆσ ἀπ’ αὐτῶν οὐδ’ ἂν οἰηθείη τισ τῶν καὶ ἐπ’ ἐλάχιστόν σε εἰδότων, οὐ μᾶλλον ἢ φαλακρὸσ ἄν τισ πρίαιτο κτένασ ἢ κάτοπτρον ὁ τυφλὸσ ἢ ὁ κωφὸσ αὐλητὴν ἢ παλλακὴν ὁ εὐνοῦχοσ ἢ ὁ ἠπειρώτησ κώπην ἢ ὁ κυβερνήτησ ἄροτρον. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 19:2)
(루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 19:2)
- ἀρξάμενοσ γὰρ τὰσ ὠφελείασ ἐπιδεικνύειν, ἃσ περιείληφεν ὁ ῥητορικὸσ λόγοσ, ταῦτα κατὰ λέξιν γράφει· (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 6 1:2)
(디오니시오스, Ad Ammaeum, chapter 6 1:2)
- καὶ ἡ τῶν τέκνων κτῆσισ οὐ λειτουργίασ ἕνεκεν τῇ φύσει μόνον οὖσα τυγχάνει ἀλλὰ καὶ ὠφελείασ· (Aristotle, Economics, Book 1 15:3)
(아리스토텔레스, 경제학, Book 1 15:3)
- "ἄπιστον εἶναί σοι δοκεῖ τὸ ἐκ τῶν τοιούτων γίγνεσθαί τινασ ὠφελείασ εἰσ τὰ νοσήματα; (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 8:7)
(루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 8:7)
- εἰ δὲ [ὠφελείασ ἕνε]κεν ἡ τοια[ύτη μνήμη] γίγνεται, τίσ ἂν λόγοσ ὠφελήσειεν μᾶλλον τὰσ τῶν ἀκουσόντων ψυχὰσ τοῦ τὴν ἀρετὴν ἐγκωμιάσοντοσ καὶ τοὺσ ἀγαθοὺσ ἄνδρασ; (Hyperides, Speeches, <[E)pita/fios]> 34:1)
(히페레이데스, Speeches, <[E)pita/fios]> 34:1)
유의어
-
도움
- παραβοήθεια (도움, 덕택, 원조)
- τιμώρημα (도움, 덕택, 원조)
- ἐπικουρία (지원, 덕택, 도움)
- ἐπάρκεσις (지원, 덕택, 도움)
- ἐπωφελία (도움, 도움말, 덕택)
- ἐπαρωγή (도움, 덕택, 원조)
- προσωφέλημα (help or aid in)
- ἐπιβοήθεια (a coming to aid, succour)
- βοή (aid called for, succour)
- ὄνειαρ (지원, 이익, 이득)
- ἄρκεσις (도움, 원조, 덕택)
- τιμωρίᾱ (도움, 덕택, 원조)
- προσωφέλησις (도움, 덕택, 원조)