ὠφέλεια
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὠφέλεια
ὠφελείᾱς
형태분석:
ὠφελει
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 도움, 덕택, 원조, 지원
- 이익, 이득, 봉사, 복무, 은혜, 장점
- 전리품, 강탈, 약탈, 허물 벗기
- help, aid, succour (especially in war)
- profit, advantage, benefit, source of gain or profit, service
- (and especially) gain made in war, spoil, booty
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐ γὰρ ἐπὶ ταῖσ κατὰ νόμον ὠφελείαισ αἱ τῶν ἑταιριῶν ἐγίνοντο σύνοδοι, ἀλλ’ ἐπὶ τῷ παρὰ τοὺσ νόμουσ τι πλεονεκτεῖν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 31 2:3)
(디오니시오스, , chapter 31 2:3)
- τοσούτων δὲ κατεψηφισμένων Ἀλκιβιάδου καὶ κατεγνωσμένων, ἐτύγχανε μὲν ἐν Ἄργει διατρίβων, ὡσ τὸ πρῶτον ἐκ Θουρίων ἀποδρὰσ εἰσ Πελοπόννησον διεκομίσθη, φοβούμενοσ δὲ τοὺσ ἐχθροὺσ καὶ παντάπασι τῆσ πατρίδοσ ἀπεγνωκὼσ ἔπεμψεν εἰσ Σπάρτην, ἀξιῶν ἄδειαν αὐτῷ γενέσθαι καὶ πίστιν ἐπὶ μείζοσι χρείαισ καὶ ὠφελείαισ ὧν πρότερον αὐτοὺσ ἀμυνόμενοσ ἔβλαψε. (Plutarch, , chapter 23 1:1)
(플루타르코스, , chapter 23 1:1)
- ὀλίγοι δὲ πολλοὺσ σκυλεύοντεσ καὶ μεγάλαισ ἐντυγχάνοντεσ ὠφελείαισ τρίτῃ μόλισ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν μάχην ἔστησαν τρόπαιον. (Plutarch, Timoleon, chapter 29 2:2)
(플루타르코스, Timoleon, chapter 29 2:2)
- ὁμοίωσ δὲ καὶ ἡδεῖσ καὶ διὰ τὸ χρήσιμον, ἰσάζοντεσ ταῖσ ὠφελείαισ καὶ διαφέροντεσ, τοὺσ ἴσουσ μὲν κατ’ ἰσότητα δεῖ τῷ φιλεῖν καὶ τοῖσ λοιποῖσ ἰσάζειν, τοὺσ δ’ ἀνίσουσ τὸ ἀνάλογον ταῖσ ὑπεροχαῖσ ἀποδιδόναι. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 137:1)
(아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 8 137:1)
- κρατήσασ τῶν πολεμίων καὶ τὴν στρατιὰν ἐπικλύσασ ταῖσ ὠφελείαισ Τίτοσ Κοίντιοσ δικτατορεύων ἐν ἡμέραισ ἐννέα πόλεισ ἐννέα πολεμίων ἔλαβεν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 14, chapter 5 2:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 14, chapter 5 2:1)
유의어
-
도움
- παραβοήθεια (도움, 덕택, 원조)
- τιμώρημα (도움, 덕택, 원조)
- ἐπικουρία (지원, 덕택, 도움)
- ἐπάρκεσις (지원, 덕택, 도움)
- ἐπωφελία (도움, 도움말, 덕택)
- ἐπαρωγή (도움, 덕택, 원조)
- προσωφέλημα (help or aid in)
- ἐπιβοήθεια (a coming to aid, succour)
- βοή (aid called for, succour)
- ὄνειαρ (지원, 이익, 이득)
- ἄρκεσις (도움, 원조, 덕택)
- τιμωρίᾱ (도움, 덕택, 원조)
- προσωφέλησις (도움, 덕택, 원조)