ὠφέλεια
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὠφέλεια
ὠφελείᾱς
형태분석:
ὠφελει
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 도움, 덕택, 원조, 지원
- 이익, 이득, 봉사, 복무, 은혜, 장점
- 전리품, 강탈, 약탈, 허물 벗기
- help, aid, succour (especially in war)
- profit, advantage, benefit, source of gain or profit, service
- (and especially) gain made in war, spoil, booty
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πλὴν Ἐπαμεινώνδαν μὲν ἔνιοι λέγουσιν ὀκνοῦντα γεῦσαι τῶν κατὰ θάλασσαν ὠφελειῶν τοὺσ πολίτασ, ὅπωσ αὐτῷ μὴ λάθωσιν ἀντὶ μονίμων ὁπλιτῶν, κατὰ Πλάτωνα, ναῦται γενόμενοι καὶ διαφθαρέντεσ, ἄπρακτον ἐκ τῆσ Ἀσίασ καὶ τῶν νήσων ἀπελθεῖν ἑκουσίωσ· (Plutarch, Philopoemen, chapter 14 2:1)
(플루타르코스, Philopoemen, chapter 14 2:1)
- διὰ φθόνου καὶ μίσουσ εἶχον τὰσ ὑπεροχὰσ καὶ μεταβολῆσ ἄσμενοι ἂν ἐλάβοντο, κοινωνοὺσ ποιεῖσθαι τῶν ὠφελειῶν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 14 5:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 14 5:1)
- ἦν δέ τι μέροσ, ὃ τῶν ὠφελειῶν ἕνεκα τῶν ἐν ταῖσ στρατείαισ γινομένων πάντα κίνδυνον ἕτοιμον ἦν ὑπομένειν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 43 7:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 43 7:1)
- μοῖραν οὐκ ἐλαχίστην τῶν ὠφελειῶν τοῖσ στρατιώταισ χαριζόμενοσ, ὥστ’ ἐπικλύσαι πλούτῳ τὴν ἑκάστου πενίαν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 15, chapter 2 3:2)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 15, chapter 2 3:2)
- τῶν οὖν ὠφελειῶν Κόνωνα εἰκὸσ πολλοστὸν μέροσ ἄλλῳ τινὶ μεταδιδόναι, ὥστ’ εἰ οἰόνται πολλὰ γενέσθαι Νικοφήμῳ, ὁμολογήσειαν <ἂν> τὰ Κόνωνοσ εἶναι πλεῖν ἢ δεκαπλάσια. (Lysias, Speeches, 45:2)
(리시아스, Speeches, 45:2)
유의어
-
도움
- παραβοήθεια (도움, 덕택, 원조)
- τιμώρημα (도움, 덕택, 원조)
- ἐπικουρία (지원, 덕택, 도움)
- ἐπάρκεσις (지원, 덕택, 도움)
- ἐπωφελία (도움, 도움말, 덕택)
- ἐπαρωγή (도움, 덕택, 원조)
- προσωφέλημα (help or aid in)
- ἐπιβοήθεια (a coming to aid, succour)
- βοή (aid called for, succour)
- ὄνειαρ (지원, 이익, 이득)
- ἄρκεσις (도움, 원조, 덕택)
- τιμωρίᾱ (도움, 덕택, 원조)
- προσωφέλησις (도움, 덕택, 원조)