Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπιβατός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπιβατός ἐπιβατή ἐπιβατόν

Structure: ἐπιβατ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)pibai/nw

Sense

  1. that can be climbed, accessible, accessible

Examples

  • χρόνῳ δὲ προϊόντι Δάμιππόν τινα Σπαρτιάτην ἐκ Συρακουσῶν λαβὼν ἐκπλέοντα αἰχμάλωτον, ἀξιούντων ἐπὶ λύτροισ τῶν Συρακοσίων κομίσασθαι τὸν ἄνδρα, πολλάκισ ὑπὲρ τούτου διαλεγόμενοσ καὶ συντιθέμενοσ πύργον τινὰ κατεσκέψατο φυλαττόμενον μὲν ἀμελῶσ, ἄνδρασ δὲ δυνάμενον δέξασθαι κρύφα, τοῦ τείχουσ ἐπιβατοῦ παρ’ αὐτὸν ὄντοσ. (Plutarch, Marcellus, chapter 18 2:1)
  • κατὰ καιρὸν ἐν ὕψει ὑψώσει, καταγελάσεται ἵππου καὶ τοῦ ἐπιβάτου αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iob 39:18)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION