ἐπέχω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐπέχω
ἐφέξω
ἐπέσχον
ἐπέσχηκα
ἐπέσχημαι
형태분석:
ἐπ
(접두사)
+
έ̓χ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 제공하다, 바치다, 내다, 출석하다
- 뻗다, 내밀다, 확장하다
- 포함하다, 가지다, 지내다
- 부과하다, 명하다, 명령하다
- I have or hold upon
- I hold out to, present, offer
- I extend, spread out
- I hold, contain
- I enjoin, impose
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἀριθμῷ μέν, εἰ ἀντὶ χιλίων εἴκοσι τεσσάρων τὸ μῆκοσ δισχιλίων τεσσαράκοντα ὀκτὼ ποιήσαιμεν, τὸν τόπον τὸν αὐτὸν ἐπεχούσησ τῆσ πάσησ φάλαγγοσ. (Arrian, chapter 25 3:2)
(아리아노스, chapter 25 3:2)
- μετριώτεροσ δὲ ὁ πρεσβύτησ ἦν παρὰ πολὺ καὶ πρὸσ τὰσ ὀργὰσ ἠπιώτεροσ καὶ πρὸσ τὰσ κολάσεισ ἀμβλύτεροσ καὶ πρὸσ τὰσ ἐπιθυμίασ βραδύτεροσ, ὡσ ἂν ἤδη τῆσ ἡλικίασ τὸ μὲν σφοδρότερον τῆσ ὁρμῆσ ἐπεχούσησ, τὰσ δὲ τῶν ἡδονῶν ὀρέξεισ χαλιναγωγούσησ. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 4:3)
(루키아노스, Tyrannicida, (no name) 4:3)
- "ἐκεῖνο μὲν γὰρ ἐρωτᾶν ἀσφαλέστερόν ἐστιν ἢ ἀποφαίνεσθαι σοῦ παρόντοσ, εἰ, τῆσ οἰκουμένησ εὖροσ ἴσησ καὶ μῆκοσ, ἐνδέχεται πᾶσιν ὡσαύτωσ ἀπὸ τῆσ σελήνησ ὄψιν ἀνακλωμένην ἐπιθιγγάνειν τῆσ θαλάσσησ καὶ τοῖσ ἐν αὐτῇ τῇ μεγάλῃ θαλάττῃ πλέουσι νὴ Δία καὶ οἰκοῦσιν, ὥσπερ Βρεττανοῖσ, καὶ ταῦτα μηδὲ τῆσ γῆσ, ὥσ φατε, πρὸσ τὴν σφαῖραν τῆσ σελήνησ κέντρου λόγον ἐπεχούσησ. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 4 1:3)
(플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 4 1:3)
- ἐπειδὴ γὰρ Ἀμολίου τελευτήσαντοσ ἀνενεώσατο τὴν ἀρχὴν ὁ Νεμέτωρ ὀλίγον ἐπισχὼν χρόνον, ἐν ᾧ τὴν πόλιν ἐκ τῆσ πρότερον ἐπεχούσησ ἀκοσμίασ εἰσ τὸν ἀρχαῖον ἐκόσμει τρόπον, εὐθὺσ ἐπενόει τοῖσ μειρακίοισ ἰδίαν ἀρχὴν κατασκευάσαι ἑτέραν πόλιν οἰκίσασ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 85 1:2)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 85 1:2)
- καίτοι χρόνον τινὰ κατέσχεν, ὡσ ἐδόκει, τὴν ἀρχὴν εἰκῇ φερομένην, ὥσπερ ναῦν δίχα κυβερνήτου πολλάκισ ἀλωμένην ὁρῶμεν μηδενὸσ κατέχοντοσ ἐν τῷ πελάγει κατὰ τύχην, εὐδίασ ἐπεχούσησ· (Dio, Chrysostom, Orationes, 10:2)
(디오, 크리소토모스, 연설 (2), 10:2)
유의어
-
I have or hold upon
-
제공하다
- παρίσχω (제공하다, 바치다, 내다)
- δίδωμι (제공하다, 바치다, 주다)
- προσφέρω (제공하다, 바치다, 주다)
- πορσύνω (제공하다, 바치다, 내다)
- προσέχω (제공하다, 바치다, 내다)
- προέχω (제공하다, 바치다, 드리다)
- προφέρω (제공하다, 바치다, 출석하다)
- ὑποτείνω (제공하다, 바치다, 드리다)
- παρατυγχάνω (to happen to be present, to offer itself)
-
뻗다
-
포함하다
-
부과하다
파생어
- ἀνέχω (지지하다, 추켜세우다, 올리다)
- ἀντέχω (가지다, 지내다, 잡다)
- ἀπέχω (막다, 차단하다, 지체하게 하다)
- διέχω (막다, 차단하다, 겪다)
- εἰσέχω (도달하다, 뻗다, 닿다)
- ἐνέχω (걸리다, 잡히다, )
- ἐξανέχω (견디다, 참다, 인내하다)
- ἐξέχω (등장하다, 나타나다, 보이게 되다)
- ἐπανέχω (지지하다, 지탱하다, 받치다)
- ἔχω (가지다, 소유하다, 지키다)
- κατέχω (꽉 잡다, 지체하게 하다, 제한하다)
- μετέχω (간섭하다, 개입하다, 즐기다)
- παρακατέχω (제한하다, 붙잡다, 규제하다)
- παρέχομαι (지나가다, 흘러가다, 지나치다)
- παρέχω (제공하다, 공급하다, 갖추다)
- περιέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- προέχω (앞으로 뻗다, 앞으로 붙들다, 내다)
- προκατέχω (선점하다, 미리 가지다, 선취하다)
- προπαρέχω (to offer before, to supply before)
- προσανέχω (to wait patiently for)
- προσέχω (제공하다, 바치다, 내다)
- προσπαρέχω (to furnish or supply besides)
- συμπαρέχω (to assist in causing, in procuring)
- συνέχω (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ὑπερέχω (가지다, 지내다, 잡다)
- ὑπέχω (가지다, 지내다, 잡다)