- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔμφυτος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: emphytos 고전 발음: [엠퓌또] 신약 발음: [앰퓌또]

기본형: ἔμφυτος

형태분석: ἐμφυτ (어간) + ος (어미)

  1. 당연한, 자연스러운, 타고난
  1. inborn, natural
  2. planted
  3. implanted

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἔμφυτος

당연한 (이)가

ἔμφυτον

당연한 (것)가

속격 ἐμφύτου

당연한 (이)의

ἐμφύτου

당연한 (것)의

여격 ἐμφύτῳ

당연한 (이)에게

ἐμφύτῳ

당연한 (것)에게

대격 ἔμφυτον

당연한 (이)를

ἔμφυτον

당연한 (것)를

호격 ἔμφυτε

당연한 (이)야

ἔμφυτον

당연한 (것)야

쌍수주/대/호 ἐμφύτω

당연한 (이)들이

ἐμφύτω

당연한 (것)들이

속/여 ἐμφύτοιν

당연한 (이)들의

ἐμφύτοιν

당연한 (것)들의

복수주격 ἔμφυτοι

당연한 (이)들이

ἔμφυτα

당연한 (것)들이

속격 ἐμφύτων

당연한 (이)들의

ἐμφύτων

당연한 (것)들의

여격 ἐμφύτοις

당연한 (이)들에게

ἐμφύτοις

당연한 (것)들에게

대격 ἐμφύτους

당연한 (이)들을

ἔμφυτα

당연한 (것)들을

호격 ἔμφυτοι

당연한 (이)들아

ἔμφυτα

당연한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κρίνων δὲ κατὰ βραχὺ ἐδίδους τόπον μετανοίας, οὐκ ἀγνοῶν ὅτι πονηρὰ ἡ γένεσις αὐτῶν καὶ ἔμφυτος ἡ κακία αὐτῶν καὶ ὅτι οὐ μὴ ἀλλαγῇ ὁ λογισμὸς αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα. (Septuagint, Liber Sapientiae 12:10)

    (70인역 성경, 지혜서 12:10)

  • ἀλλ ἡ ἐκ τοῦ ἄλλου βίου ἔμφυτος αἰσχροκέρδεια καὶ πονηρία ταῦτ εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτῷ τέτροφε. (Dinarchus, Speeches, 131:3)

    (디나르코스, 연설, 131:3)

  • ἦ που κατανενόηκας ἤδη τινὰς τοιούτους, οἷς ἔμφυτος ὁ ἔρως οὗτός ἐστι πρὸς τὸ ψεῦδος· (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 2:1)

    (루키아노스, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 2:1)

  • ἐπεὶ δὲ τῆς τύχης εὐροούσης ἐπαιρόμενος τοῖς πράγμασι πολλὰς μὲν ἀνέφυε καὶ μεγάλας ἐπιθυμίας, ἡ δ ἔμφυτος κακία, τὸν παρὰ φύσιν σχηματισμὸν ἐκβιαζομένη καὶ ἀναδύουσα, κατὰ μικρὸν ἀπεγύμνου καὶ διέφαινεν αὐτοῦ τὸ ἦθος, πρῶτον μὲν ἰδίᾳ τὸν νεώτερον Ἄρατον ἠδίκει περὶ τὴν γυναῖκα καὶ πολὺν χρόνον ἐλάνθανεν ἐφέστιος ὢν καὶ ξενιζόμενος ὑπ αὐτῶν: (Plutarch, Aratus, chapter 49 1:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 49 1:1)

  • ἔστι δὲ τὸ αὑτοῦ αἰσθάνεσθαι καὶ τὸ αὑτὸν γνωρίζειν αἱρετώτατον ἑκάστῳ, καὶ διὰ τοῦτο τοῦ ζῆν πᾶσιν ἔμφυτος ἡ ὄρεξις: (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 7 230:4)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 7 230:4)

유의어

  1. 당연한

  2. planted

  3. implanted

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION