헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ζηλοτυπίᾱ

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ζηλοτυπίᾱ ζηλοτυπίᾱς

형태분석: ζηλοτυπι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from zhlo/tupos

  1. 질투, 선망, 부러움, 경쟁
  1. jealousy, rivalry, envy

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ζηλοτυπίᾱ

질투가

ζηλοτυπίᾱ

질투들이

ζηλοτυπίαι

질투들이

속격 ζηλοτυπίᾱς

질투의

ζηλοτυπίαιν

질투들의

ζηλοτυπιῶν

질투들의

여격 ζηλοτυπίᾱͅ

질투에게

ζηλοτυπίαιν

질투들에게

ζηλοτυπίαις

질투들에게

대격 ζηλοτυπίᾱν

질투를

ζηλοτυπίᾱ

질투들을

ζηλοτυπίᾱς

질투들을

호격 ζηλοτυπίᾱ

질투야

ζηλοτυπίᾱ

질투들아

ζηλοτυπίαι

질투들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅπου γὰρ ἀεὶ μείζουσ ἐλπίδεσ, ἐνταῦθα καὶ οἱ φθόνοι χαλεπώτεροι καὶ τὰ μίση ἐπισφαλέστερα καὶ αἱ ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:2)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 10:2)

  • ἢ ταῦτα μὲν ἰσχυρὰ καὶ ἄκρατοσ ἀπάθεια πρὸσ γαμετὴν καὶ τὰ ταράττοντα καὶ κατακαίοντα ζηλοτυπίαισ τοὺσ πολλούσ, ἐκεῖνα δὲ ὥσπερ αἰσχυνομένη ἀτυφία τίσ, παρακάλυμμα τὴν ἐγγύην ἐφελκομένη καὶ τὸ δυσκαρτέρητον ἐξομολογουμένη τῆσ κοινωνίασ; (Plutarch, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 3 2:2)

    (플루타르코스, Comparison of Lycurgus and Numa, chapter 3 2:2)

  • οὐ κόσμοσκακῶν γυναικῶν εἴσοδοὶ μ’ ἀπώλεσαν τοῦτο δ’ οὐχ ἁπλῶσ γιγνόμενόν ἐστιν, ἀλλ’ ὅταν αἱ πρὸσ τοὺσ ἄνδρασ διαφοραὶ καὶ ζηλοτυπίαι ταῖσ τοιαύταισ γυναιξὶ μὴ τὰσ θύρασ μόνον ἀλλὰ καὶ τὰσ ἀκοὰσ ἀνοίγωσι τότ’ οὖν δεῖ μάλιστα τὴν νοῦν ἔχουσαν ἀποκλείειν τὰ ὦτα καὶ φυλάττεσθαι τὸν ψιθυρισμόν, ἵνα πῦρ ἐπὶ πῦρ γένηται, καὶ πρόχειρον ἔχειν τὸ τοῦ Φιλίππου. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 40 1:1)

    (플루타르코스, Conjugalia Praecepta, chapter, section 40 1:1)

  • ἐνταῦθα γὰρ ἔνεισι πεσήματ’ ἀνδρῶν κἀπολακτισμοὶ βίων, φθοραὶ γυναικῶν, ἐπιθέσεισ οἰκετῶν, διαβολαὶ φίλων, παρασκευαὶ φαρμάκων, φθόνοι, ζηλοτυπίαι, ναυάγι’ οἴκων, ἐκπτώσεισ ἡγεμονιῶν· (Plutarch, De curiositate, section 5 2:4)

    (플루타르코스, De curiositate, section 5 2:4)

  • φθοραὶ γυναικῶν, ἐπιθέσεισ οἰκετῶν, διαβολαὶ φίλων, παρασκευαὶ φαρμάκων, φθόνοι, ζηλοτυπίαι, ναυάγι’ οἴκων, ἐκπτώσεισ ἡγεμονιῶν ἐμπίπλασο καὶ τέρπε σαυτόν, ἐνοχλῶν μηδενὶ τῶν συνόντων μηδὲ λυπῶν. (Plutarch, De curiositate, section 5 8:2)

    (플루타르코스, De curiositate, section 5 8:2)

  • τούτων δὲ ἡ ἄγνοια μὲν κάτω συναναμέμικται αὐτοῖσ καὶ συμπολιτεύεται, καὶ νὴ Δία καὶ τὸ μῖσοσ καὶ ὀργὴ καὶ ζηλοτυπία καὶ ἀμαθία καὶ ἀπορία καὶ φιλαργυρία, ὁ φόβοσ δὲ καὶ αἱ ἐλπίδεσ ὑπεράνω πετόμενοι ὁ μὲν ἐμπίπτων ἐκπλήττει ἐνίοτε καὶ ὑποπτήσσειν ποιεῖ, αἱ δ’ ἐλπίδεσ ὑπὲρ κεφαλῆσ αἰωρούμεναι, ὁπόταν μάλιστα οἰήταί τισ ἐπιλήψεσθαι αὐτῶν, ἀναπτάμεναι οἴχονται κεχηνότασ αὐτοὺσ ἀπολιποῦσαι, ὅπερ καὶ τὸν Τάνταλον κάτω πάσχοντα ὁρᾷσ ὑπὸ τοῦ ὕδατοσ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 15:6)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 15:6)

  • τὸ δὲ ἦν ἄρα ζηλοτυπία τὸ φάρμακον. (Lucian, Dialogi meretricii, 3:4)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 3:4)

  • ζηλοτυπία τισ, ὦ Κοχλί, καὶ ἔρωσ ἔκτοποσ· (Lucian, Dialogi meretricii, 2:2)

    (루키아노스, Dialogi meretricii, 2:2)

  • Θησέα δὲ πρὸσ τὸν υἱόν, ἃ πάμπαν ὀλίγοι τῶν ὄντων διαπεφεύγασιν, ἔρωσ καὶ ζηλοτυπία καὶ διαβολαὶ γυναικὸσ ἔσφηλαν. (Plutarch, Comparison of Theseus and Romulus, chapter 3 2:2)

    (플루타르코스, Comparison of Theseus and Romulus, chapter 3 2:2)

  • ἔστι δὲ ζηλοτυπία τῆσ μητρὸσ ὑπὲρ εὐνοίασ πρὸσ αὐτήν. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 35 3:1)

    (플루타르코스, Conjugalia Praecepta, chapter, section 35 3:1)

유의어

  1. 질투

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION