헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκπορίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκπορίζω ἐκποριῶ

형태분석: ἐκ (접두사) + πορίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 발견하다, 발명하다, 고안하다
  2. 제공하다, 얻다, 획득하다, 공급하다, 갖추다
  1. to invent, contrive
  2. to provide, furnish, to provide for oneself, procure

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπορίζω

(나는) 발견한다

ἐκπορίζεις

(너는) 발견한다

ἐκπορίζει

(그는) 발견한다

쌍수 ἐκπορίζετον

(너희 둘은) 발견한다

ἐκπορίζετον

(그 둘은) 발견한다

복수 ἐκπορίζομεν

(우리는) 발견한다

ἐκπορίζετε

(너희는) 발견한다

ἐκπορίζουσιν*

(그들은) 발견한다

접속법단수 ἐκπορίζω

(나는) 발견하자

ἐκπορίζῃς

(너는) 발견하자

ἐκπορίζῃ

(그는) 발견하자

쌍수 ἐκπορίζητον

(너희 둘은) 발견하자

ἐκπορίζητον

(그 둘은) 발견하자

복수 ἐκπορίζωμεν

(우리는) 발견하자

ἐκπορίζητε

(너희는) 발견하자

ἐκπορίζωσιν*

(그들은) 발견하자

기원법단수 ἐκπορίζοιμι

(나는) 발견하기를 (바라다)

ἐκπορίζοις

(너는) 발견하기를 (바라다)

ἐκπορίζοι

(그는) 발견하기를 (바라다)

쌍수 ἐκπορίζοιτον

(너희 둘은) 발견하기를 (바라다)

ἐκποριζοίτην

(그 둘은) 발견하기를 (바라다)

복수 ἐκπορίζοιμεν

(우리는) 발견하기를 (바라다)

ἐκπορίζοιτε

(너희는) 발견하기를 (바라다)

ἐκπορίζοιεν

(그들은) 발견하기를 (바라다)

명령법단수 ἐκπόριζε

(너는) 발견해라

ἐκποριζέτω

(그는) 발견해라

쌍수 ἐκπορίζετον

(너희 둘은) 발견해라

ἐκποριζέτων

(그 둘은) 발견해라

복수 ἐκπορίζετε

(너희는) 발견해라

ἐκποριζόντων, ἐκποριζέτωσαν

(그들은) 발견해라

부정사 ἐκπορίζειν

발견하는 것

분사 남성여성중성
ἐκποριζων

ἐκποριζοντος

ἐκποριζουσα

ἐκποριζουσης

ἐκποριζον

ἐκποριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπορίζομαι

(나는) 발견된다

ἐκπορίζει, ἐκπορίζῃ

(너는) 발견된다

ἐκπορίζεται

(그는) 발견된다

쌍수 ἐκπορίζεσθον

(너희 둘은) 발견된다

ἐκπορίζεσθον

(그 둘은) 발견된다

복수 ἐκποριζόμεθα

(우리는) 발견된다

ἐκπορίζεσθε

(너희는) 발견된다

ἐκπορίζονται

(그들은) 발견된다

접속법단수 ἐκπορίζωμαι

(나는) 발견되자

ἐκπορίζῃ

(너는) 발견되자

ἐκπορίζηται

(그는) 발견되자

쌍수 ἐκπορίζησθον

(너희 둘은) 발견되자

ἐκπορίζησθον

(그 둘은) 발견되자

복수 ἐκποριζώμεθα

(우리는) 발견되자

ἐκπορίζησθε

(너희는) 발견되자

ἐκπορίζωνται

(그들은) 발견되자

기원법단수 ἐκποριζοίμην

(나는) 발견되기를 (바라다)

ἐκπορίζοιο

(너는) 발견되기를 (바라다)

ἐκπορίζοιτο

(그는) 발견되기를 (바라다)

쌍수 ἐκπορίζοισθον

(너희 둘은) 발견되기를 (바라다)

ἐκποριζοίσθην

(그 둘은) 발견되기를 (바라다)

복수 ἐκποριζοίμεθα

(우리는) 발견되기를 (바라다)

ἐκπορίζοισθε

(너희는) 발견되기를 (바라다)

ἐκπορίζοιντο

(그들은) 발견되기를 (바라다)

명령법단수 ἐκπορίζου

(너는) 발견되어라

ἐκποριζέσθω

(그는) 발견되어라

쌍수 ἐκπορίζεσθον

(너희 둘은) 발견되어라

ἐκποριζέσθων

(그 둘은) 발견되어라

복수 ἐκπορίζεσθε

(너희는) 발견되어라

ἐκποριζέσθων, ἐκποριζέσθωσαν

(그들은) 발견되어라

부정사 ἐκπορίζεσθαι

발견되는 것

분사 남성여성중성
ἐκποριζομενος

ἐκποριζομενου

ἐκποριζομενη

ἐκποριζομενης

ἐκποριζομενον

ἐκποριζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπορίω

(나는) 발견하겠다

ἐκπορίεις

(너는) 발견하겠다

ἐκπορίει

(그는) 발견하겠다

쌍수 ἐκπορίειτον

(너희 둘은) 발견하겠다

ἐκπορίειτον

(그 둘은) 발견하겠다

복수 ἐκπορίουμεν

(우리는) 발견하겠다

ἐκπορίειτε

(너희는) 발견하겠다

ἐκπορίουσιν*

(그들은) 발견하겠다

기원법단수 ἐκπορίοιμι

(나는) 발견하겠기를 (바라다)

ἐκπορίοις

(너는) 발견하겠기를 (바라다)

ἐκπορίοι

(그는) 발견하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκπορίοιτον

(너희 둘은) 발견하겠기를 (바라다)

ἐκποριοίτην

(그 둘은) 발견하겠기를 (바라다)

복수 ἐκπορίοιμεν

(우리는) 발견하겠기를 (바라다)

ἐκπορίοιτε

(너희는) 발견하겠기를 (바라다)

ἐκπορίοιεν

(그들은) 발견하겠기를 (바라다)

부정사 ἐκπορίειν

발견할 것

분사 남성여성중성
ἐκποριων

ἐκποριουντος

ἐκποριουσα

ἐκποριουσης

ἐκποριουν

ἐκποριουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκπορίουμαι

(나는) 발견되겠다

ἐκπορίει, ἐκπορίῃ

(너는) 발견되겠다

ἐκπορίειται

(그는) 발견되겠다

쌍수 ἐκπορίεισθον

(너희 둘은) 발견되겠다

ἐκπορίεισθον

(그 둘은) 발견되겠다

복수 ἐκποριοῦμεθα

(우리는) 발견되겠다

ἐκπορίεισθε

(너희는) 발견되겠다

ἐκπορίουνται

(그들은) 발견되겠다

기원법단수 ἐκποριοίμην

(나는) 발견되겠기를 (바라다)

ἐκπορίοιο

(너는) 발견되겠기를 (바라다)

ἐκπορίοιτο

(그는) 발견되겠기를 (바라다)

쌍수 ἐκπορίοισθον

(너희 둘은) 발견되겠기를 (바라다)

ἐκποριοίσθην

(그 둘은) 발견되겠기를 (바라다)

복수 ἐκποριοίμεθα

(우리는) 발견되겠기를 (바라다)

ἐκπορίοισθε

(너희는) 발견되겠기를 (바라다)

ἐκπορίοιντο

(그들은) 발견되겠기를 (바라다)

부정사 ἐκπορίεισθαι

발견될 것

분사 남성여성중성
ἐκποριουμενος

ἐκποριουμενου

ἐκποριουμενη

ἐκποριουμενης

ἐκποριουμενον

ἐκποριουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεπόριζον

(나는) 발견하고 있었다

ἐξεπόριζες

(너는) 발견하고 있었다

ἐξεπόριζεν*

(그는) 발견하고 있었다

쌍수 ἐξεπορίζετον

(너희 둘은) 발견하고 있었다

ἐξεποριζέτην

(그 둘은) 발견하고 있었다

복수 ἐξεπορίζομεν

(우리는) 발견하고 있었다

ἐξεπορίζετε

(너희는) 발견하고 있었다

ἐξεπόριζον

(그들은) 발견하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξεποριζόμην

(나는) 발견되고 있었다

ἐξεπορίζου

(너는) 발견되고 있었다

ἐξεπορίζετο

(그는) 발견되고 있었다

쌍수 ἐξεπορίζεσθον

(너희 둘은) 발견되고 있었다

ἐξεποριζέσθην

(그 둘은) 발견되고 있었다

복수 ἐξεποριζόμεθα

(우리는) 발견되고 있었다

ἐξεπορίζεσθε

(너희는) 발견되고 있었다

ἐξεπορίζοντο

(그들은) 발견되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φοβηθῆναι οὐδὲ καταπλαγῆναί φασιν, εἰ ἐδύναντο τοῖσ ἄλλοισ ὁμοίωσ πονοῦντεσ ἐκπορίζειν τὰ ἄλφιτα, νῦν δέ, πεπονηκέναι γὰρ αὐτοῖσ τὰ σώματα ἢ ὑπὸ γήρωσ ἢ ὑπὸ νόσων, ἐπὶ τήνδε ῥᾴστην οὖσαν τὴν μισθοφορὰν ἀπηντηκέναι. (Lucian, De mercede, (no name) 6:2)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 6:2)

  • "οὐ γὰρ καὶ ἄλλωσ μοι πλείω τούτων ἐκπορίζειν δυνατὸν ἦν καὶ προσῆν τὸ ἐλεύθερον καὶ τὸ πάντα ἐπ’ ἐξουσίασ; (Lucian, De mercede, (no name) 30:4)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 30:4)

  • ὦ δαιμόνιε, οὐδ’ ἐγὼ ψέγω τούτουσ ὥσ γε διακόνουσ εἶναι πόλεωσ, ἀλλά μοι δοκοῦσι τῶν γε νῦν διακονικώτεροι γεγονέναι καὶ μᾶλλον οἱοῖ́ τε ἐκπορίζειν τῇ πόλει ὧν ἐπεθύμει. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 428:1)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 428:1)

  • ναῦσ δὲ καὶ τείχη καὶ νεώρια καὶ ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα καὶ ἐγώ σοι ὁμολογῶ δεινοτέρουσ εἶναι ἐκείνουσ τούτων ἐκπορίζειν. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 429:2)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 429:2)

  • ἐγὼ γοῦν σε πολλάκισ οἶμαι ὡμολογηκέναι καὶ ἐγνωκέναι ὡσ ἄρα διττὴ αὕτη τισ ἡ πραγματεία ἔστιν καὶ περὶ τὸ σῶμα καὶ περὶ τὴν ψυχήν, καὶ ἡ μὲν ἑτέρα διακονική ἐστιν, ᾗ δυνατὸν εἶναι ἐκπορίζειν, ἐὰν μὲν πεινῇ τὰ σώματα ἡμῶν, σιτία, ἐὰν δὲ διψῇ, ποτά, ἐὰν δὲ ῥιγῷ, ἱμάτια, στρώματα, ὑποδήματα, ἄλλ’ ὧν ἔρχεται σώματα εἰσ ἐπιθυμίαν· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 429:5)

    (플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 429:5)

유의어

  1. 발견하다

  2. 제공하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION