- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κακουχία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kakouchia 고전 발음: [까꾸:키아] 신약 발음: [까꾸키아]

기본형: κακουχία

형태분석: κακουχι (어간) + α (어미)

어원: ἔχω

  1. 황량, 파괴, 황폐, 폐허
  1. ill-treatment, ill-conduct, devastation

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κακουχία

황량이

κακουχία

황량들이

κακουχίαι

황량들이

속격 κακουχίας

황량의

κακουχίαιν

황량들의

κακουχιῶν

황량들의

여격 κακουχίᾳ

황량에게

κακουχίαιν

황량들에게

κακουχίαις

황량들에게

대격 κακουχίαν

황량을

κακουχία

황량들을

κακουχίας

황량들을

호격 κακουχία

황량아

κακουχία

황량들아

κακουχίαι

황량들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πρὸς τὸν ἄπειρον αἰῶνα καὶ ὅτι πολλοὶ τῶν ἐπὶ πλέον πενθησάντων μετ οὐ πολὺ τοῖς ὑπ αὐτῶν κατοδυρθεῖσιν ἐπηκολούθησαν, οὐδὲν ἐκ τοῦ πένθους ὄφελος περιποιησάμενοι, μάτην δ ἑαυτοὺς , καταικισάμενοι ταῖς κακουχίαις. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 31 5:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 31 5:1)

  • τοὺς μὲν γὰρ ταῖς ἰδίαις ψυχαῖς καὶ ταῖς φιλοτιμίαις, τοὺς δὲ τῷ κληρονομηθέντι πλούτῳ καὶ ταῖς ἀλλοτρίαις κακουχίαις ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν τὴν προαίρεσιν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 64 12:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 64 12:2)

  • οὐδ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳ οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας. (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode 1:10)

    (아이스킬로스, 테바이를 공격한 일곱 장수, episode 1:10)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION