- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φιλοκέρδεια?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: philokerdeia 고전 발음: [필로께] 신약 발음: [필로깨디아]

기본형: φιλοκέρδεια

형태분석: φιλοκερδει (어간) + α (어미)

어원: from φιλοκερδής

  1. 탐욕, 욕심, 허욕
  1. love of gain, greed

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἐμπειρίᾳς τε γὰρ ἐνδεὴς ἦν καὶ τῶν πράξεων αὐτοῦ τὴν χάριν ἀφῄρουν αἱ συγγενεῖς κῆρες ἐπιφερόμεναι, φιλοκέρδεια καὶ μικρολογία. (Plutarch, chapter 6 5:2)

    (플루타르코스, chapter 6 5:2)

  • οὐκοῦν ταῦτά ἐστι πάντα ἐν οἷς ἐσμὲν τοιοῦτοι, θυμός, ἔρως, ὕβρις, ἀμαθία, φιλοκέρδεια, δειλία, καὶ ἔτι τοιάδε, πλοῦτος, κάλλος, ἰσχύς, καὶ πάνθ ὅσα δι ἡδονῆς αὖ μεθύσκοντα παράφρονας ποιεῖ· (Plato, Laws, book 1 152:1)

    (플라톤, Laws, book 1 152:1)

  • ἀλλ ἶσος γὰρ ὁ μόχθος ἐπ ᾀόνι κύματα μετρεῖν, ὅσς ἄνεμος χέρσονδε μετὰ γλαυκᾶς ἁλὸς ὠθεῖ, ἢ ὕδατι νίζειν θολερὰν διαειδέι πλίνθον, καὶ φιλοκερδείᾳ βεβλαμμένον ἄνδρα παρελθεῖν. (Theocritus, Idylls, 26)

    (테오크리토스, Idylls, 26)

  • ἑλόντες μὲν γὰρ πολέμια νικῶσι, μὴ ἑλόντες δὲ πρῶτον μὲν ὅτι πάσης τῆς πόλεως ἐχθροῖς ἐπιχειροῦσιν ἔπαινον ἔχουσιν, ἔπειτα ὅτι οὔτ ἐπ ἀνδρὸς βλάβῃ οὔτε φιλοκερδείᾳ ἔρχονται. (Xenophon, Minor Works, , chapter 13 14:3)

    (크세노폰, Minor Works, , chapter 13 14:3)

유의어

  1. 탐욕

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION