ἐκλέγω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐκλέγω
ἐκλέξω
ἐξείλεγμαι
Structure:
ἐκ
(Prefix)
+
λέγ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to pick or single out, to choose
- (in middle voice) to pull out one's gray hairs
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "ἐπιμελεῖσθαι δὲ τὸν βασιλεύοντα τῶν τε ἀρχόντων ὅπωσ ἂν καθιστῶνται καὶ τοὺσ παρασίτουσ ἐκ τῶν δήμων αἱρῶνται κατὰ τὰ γεγραμμένα, τοὺσ δὲ παρασίτουσ ἐκ τῆσ βουκολίασ ἐκλέγειν ἐκ τοῦ μέρουσ τοῦ ἑαυτῶν ἕκαστον ἑκτέα κριθῶν δαίνυσθαί τε τοὺσ ὄντασ Ἀθηναίων ἐν τῷ ἱερῷ κατὰ τὰ πάτρια, τὸν δ’ ἑκτέα παρέχειν εἰσ τὰ ἀρχεῖα τῷ Ἀπόλλωνι τοὺσ Ἀχαρνέων παρασίτουσ ἀπὸ τῆσ ἐκλογῆσ τῶν κριθῶν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 27 1:5)
- τὸ μὲν οὖν ἐκλέγειν ἐξ ἁπάντων αὐτοῦ τῶν λόγων, εἴ τι κάκιστον εἴρηται, ὃ ποιοῦσιν ἕτεροί τινεσ, κἄπειτα τούτοισ ἀντιπαρατιθέναι τὴν κράτιστα ἔχουσαν Δημοσθένουσ λέξιν οὐκ ἐδοκίμαζον, τὸ δ’ ἐκ τῶν ἀμφοτέρων μάλιστα εὐδοκιμούντων, ταῦτα παρ’ ἄλληλα θεὶσ ἐξετάζειν τὰ κρείττω τοῦτ’ ἔδοξ̓ εἶναι δίκαιον, καὶ ἐπ’ αὐτὸ τοδὶ τρέψομαι τὸ μέροσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 23 3:2)
- καὶ ἐν θαύμασι δὲ τοὺσ χαλκοῦσ ἐκλέγειν καθ’ ἕκαστον παριὼν καὶ μάχεσθαι τούτοισ τοῖσ τὸ σύμβολον φέρουσι καὶ προῖκα θεωρεῖν ἀξιοῦσι. (Theophrastus, Characters, 4:2)
- καὶ ἐφοδεύειν τὰ μαγειρεῖα, τὰ ἰχθυοπώλια, τὰ ταριχοπώλια, καὶ τοὺσ τόκουσ ἀπὸ τοῦ ἐμπολήματοσ εἰσ τὴν γνάθον ἐκλέγειν. (Theophrastus, Characters, 9:2)
- καὶ τούτῳ παρηγγέλλετο τοὺσ μὲν νομάρχασ ἐᾶν ἄρχειν τῶν νομῶν τῶν κατὰ σφᾶσ καθάπερ ἐκ παλαιοῦ καθειστήκει, αὐτὸν δὲ ἐκλέγειν παῤ αὐτῶν τοὺσ φόρουσ· (Arrian, Anabasis, book 3, chapter 5 4:2)
Synonyms
-
to pick or single out
- ἐκκρίνω (to choose or pick out, to single out)
- ἀπολέγω (to pick out from, to pick out, choose)
- λέγω (to choose for oneself, pick out, to be chosen)
Derived
- ἀμφιλέγω (to dispute about, to dispute, question)
- ἀπολέγω (to pick out from, to pick out, choose)
- ἀπολέγω (to decline, refuse, to decline)
- διαλέγω (to pick out one from another, to pick out, to converse with)
- ἐγκαταλέγω (to build in, were built into, to count among)
- ἐπιλέγω (to choose, pick out, select)
- λέγω (Ι lay down, put to sleep)
- λέγω (to gather, pick up, picking out stones for building)
- λέγω (to say, speak, say on)
- παρεκλέγω (to collect covertly, to embezzle the)
- προεκλέγω (to collect moneys not yet due)
- προλέγω (to choose before, prefer)
- προλέγω (to foretell, announce beforehand, to state publicly)
- προσκαταλέγω (to enrol besides or in addition to, to reckon as belonging to)
- προσλέγομαι (to lie beside, she lay beside or by, to speak to)
- συλλέγω (to collect, gather, to compile)