δυσγένεια?
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: dysgeneia
고전 발음: [뒤스게네이아]
신약 발음: [뒤스개니아]
기본형:
δυσγένεια
형태분석:
δυσγενει
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 비열함, 인색
- low birth
- meanness
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐδόκει γὰρ ἐν κεραμείῳ τεθράφθαι διὰ δυσγένειαν καὶ πενίαν ὁ Ἀγαθοκλῆς, εἶτα συμπάσης ὀλίγου δεῖν ἐβασίλευσε Σικελίας. (Plutarch, De Se Ipsum Citra Invidiam Laudando, section 13 8:1)
(플루타르코스, De Se Ipsum Citra Invidiam Laudando, section 13 8:1)
- Ἀνδρόκοττος δὲ μειράκιον ὢν αὐτόν Ἀλέξανδρον εἶδε, καὶ λέγεται πολλάκις εἰπεῖν ὕστερον ὡς παρ οὐδὲν ἦλθε τὰ πράγματα λαβεῖν Ἀλέξανδρος, μισουμένου τε καὶ καταφρονουμένου τοῦ βασιλέως διὰ μοχθηρίαν καὶ δυσγένειαν. (Plutarch, Alexander, chapter 62 4:2)
(플루타르코스, Alexander, chapter 62 4:2)
- εἰ γὰρ ἦν, ὥς φησιν Ἰδομενεύς, δοιδυκοποιοῦ πατρός, οὐκ ἂν ἐν τῷ λόγῳ Γλαύκιππος ὁ Ὑπερείδου μυρία συνειλοχὼς καὶ εἰρηκὼς κατ αὐτοῦ κακὰ τὴν δυσγένειαν παρῆκεν, οὐδ ἂν οὕτως ἐλευθερίου βίου καὶ σώφρονος παιδείας μετέσχεν ὥστε τῆς Πλάτωνος ἔτι μειράκιον ὤν, ὕστερον δὲ τῆς Ξενοκράτους διατριβῆς, ἐν Ἀκαδημείᾳ μετασχεῖν, καὶ τῶν ἀρίστων ἐξ ἀρχῆς ἐπιτηδευμάτων ζηλωτὴς γενέσθαι. (Plutarch, chapter 4 1:3)
(플루타르코스, chapter 4 1:3)
- καὶ γὰρ εἰς δυσγένειαν ὡς ξένος ἐκ Κέω λελοιδόρηται, καὶ διὰ τὸ μὴ μόνιμον, ἀλλ ἐπαμφοτερίζον ἀεὶ τῇ προαιρέσει τῆς πολιτείας ἐπεκλήθη Κόθορνος. (Plutarch, , chapter 2 1:2)
(플루타르코스, , chapter 2 1:2)
- αὕτη δ ἴσως, φρονεῖ γὰρ ὡς γυνὴ μέγα, τὴν δυσγένειαν τὴν ἐμὴν αἰσχύνεται. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode 5:25)
(소포클레스, 오이디푸스 튀란노스, episode 5:25)
유의어
-
low birth
-
비열함
- ἀξίωσις (의미, 뜻)
- τέχνη (방법, 수단)
- μηχανή (길, 방법, 수법)
- πόρος (a means to an end)
- παρασκευή (힘, 능력, 길)
- διάφευξις (an escaping, means of escape)
- βούλησις (the purpose or meaning)
- δυσχλαινία (mean clothing)
- κατανόησις (관찰, 언급, 기록)
- κατάπαυμα (a means of stopping)
- ἄκος (a means of obtaining)
- ὑποδοχή (means for entertaining)
- ἀμυντήριον (a means of defence)
- θεραπίδιον (a means of cure)
- βουκόλιον (a means of beguiling)
- δοκιμεῖον (시험, 테스트, 고시)
- ἐξουσία (길, 수단, 탈출 수단)