- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀσωτία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: asōtiā 고전 발음: [아소:띠아:] 신약 발음: [아소띠아]

기본형: ἀσωτία ἀσωτίας

형태분석: ἀσωτι (어간) + α (어미)

어원: ἄσωτος

  1. 낭비, 협잡, 사기
  1. prodigality, profligacy

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀσωτία

낭비가

ἀσωτία

낭비들이

ἀσωτίαι

낭비들이

속격 ἀσωτίας

낭비의

ἀσωτίαιν

낭비들의

ἀσωτιῶν

낭비들의

여격 ἀσωτίᾳ

낭비에게

ἀσωτίαιν

낭비들에게

ἀσωτίαις

낭비들에게

대격 ἀσωτίαν

낭비를

ἀσωτία

낭비들을

ἀσωτίας

낭비들을

호격 ἀσωτία

낭비야

ἀσωτία

낭비들아

ἀσωτίαι

낭비들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "καὶ γὰρ αὐτοὶ τοῦτον τὸν τρόπον ἔζων, ὥστε τοὺς μὲν νέους ἐν τοῖς αὐλητριδίοις καὶ παρὰ ταῖς ἑταίραις διατρίβειν, τοὺς δὲ μικρὸν ἐκείνων πρεσβυτέρους ἐν πότοις καὶ κύβοις καὶ ταῖς τοιαύταις ἀσωτίαις, τὸν δὲ δῆμον ἅπαντα πλείω καταναλίσκειν εἰς τὰς κοινὰς ἑστιάσεις καὶ κρεανομίας ἤπερ εἰς τὴν τῆς πόλεως διοίκησιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:193)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:193)

  • τίς ἀσωτία · (Lucian, Abdicatus, (no name) 21:7)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 21:7)

  • καὶ τοσοῦτον ἀσωτίᾳ καὶ πλεονεξίᾳ διενήνοχε τοῦ δήμου τοῦ Ταραντίνων ὅσον ὁ μὲν περὶ τὰς ἑστιάσεις εἶχε μόνον ἀκρατῶς, ὁ δὲ τῶν Ἀθηναίων καὶ τὰς προσόδους καταμισθοφορῶν διατετέλεκε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 61 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 61 2:1)

  • παρὰ δὲ Ῥωμαίοις μνημονεύεται, ὥς φησι Ποσειδώνιος ἐν τῇ ἐνάτῃ καὶ τεσσαρακοστῇ τῶν ἱστοριῶν, Ἀπίκιόν τινα ἐπὶ ἀσωτίᾳ πάντας ἀνθρώπους ὑπερηκοντικέναι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 66 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 66 2:2)

  • περὶ δὲ Ἀπικίου τοῦ καὶ αὐτοῦ ἐπὶ ἀσωτίᾳ διαβοήτου ἐν τοῖς πρώτοις εἰρήκαμεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 66 3:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 66 3:2)

  • τὸ δὲ τρίτον, ὅτι τὸ ὁμοιότερον ἧττον ἐναντίον φαίνεται, οἱο῀ν πέπονθε τὸ θράσος πρὸς τὸ θάρσος καὶ ἀσωτία πρὸς ἐλευθεριότητα. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 3 148:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 3 148:1)

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION