- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀσωτία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: asōtiā 고전 발음: [아소:띠아:] 신약 발음: [아소띠아]

기본형: ἀσωτία ἀσωτίας

형태분석: ἀσωτι (어간) + α (어미)

어원: ἄσωτος

  1. 낭비, 협잡, 사기
  1. prodigality, profligacy

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀσωτία

낭비가

ἀσωτία

낭비들이

ἀσωτίαι

낭비들이

속격 ἀσωτίας

낭비의

ἀσωτίαιν

낭비들의

ἀσωτιῶν

낭비들의

여격 ἀσωτίᾳ

낭비에게

ἀσωτίαιν

낭비들에게

ἀσωτίαις

낭비들에게

대격 ἀσωτίαν

낭비를

ἀσωτία

낭비들을

ἀσωτίας

낭비들을

호격 ἀσωτία

낭비야

ἀσωτία

낭비들아

ἀσωτίαι

낭비들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τὸ μὲν γὰρ ἱερὸν ἀσωτίας καὶ κώμων ἐπεπλήρωτο ὑπὸ τῶν ἐθνῶν ραθυμούντων μεθ᾿ ἑταιρῶν καὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς περιβόλοις γυναιξὶ πλησιαζόντων, ἔτι δὲ τὰ μὴ καθήκοντα ἔνδον φερόντων. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:4)

  • αὐτὸς γὰρ εἰς τὴν γαστέρα ἐδημαγώγει, καὶ τὰς Ἀθήνας μικρὸν ἡγούμενος τῆς ἀσωτίας ἐφόδιον ἐκ τῆς Μακεδονίας ἐπεσιτίζετο: (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 5 6:1)

    (플루타르코스, De cupiditate divitiarum, section 5 6:1)

  • καὶ Κτήσιππος δ ὁ Χαβρίου υἱὸς εἰς τοσοῦτον ἦλθεν ἀσωτίας ὡς καὶ τοῦ μνήματος τοῦ πατρός, εἰς ὃ Ἀθηναῖοι χιλίας ἀνάλωσαν δραχμάς, τοὺς λίθους πωλῆσαι εἰς τὰς ἡδυπαθείας. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 601)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 601)

  • περὶ δὲ τῆς ἀσωτίας καὶ τοῦ βίου Φιλίππου καὶ τῶν ἑταίρων αὐτοῦ ἐν τῇ μθ τῶν ἱστοριῶν ὁ Θεόπομπος τάδε γράφει: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 621)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 621)

  • τὴν δ ἐλευθεριότητα μικρολογίας καὶ ἀσωτίας, πραότητα δ ἀναλγησίας καὶ ὠμότητος: (Plutarch, De virtute morali, section 6 7:2)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 6 7:2)

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION