- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐχέρεια?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: euchereia 고전 발음: [케레] 신약 발음: [캐리아]

기본형: εὐχέρεια

형태분석: εὐχερει (어간) + α (어미)

  1. 기술, 능숙함
  2. 준비, 겨를, 용이함, 쉬움
  3. 뻔뻔함, 거만, 무모
  1. dexterity
  2. readiness, proneness, proclivity
  3. licentiousness, recklessness

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 εὐχέρεια

기술이

εὐχερεία

기술들이

εὐχέρειαι

기술들이

속격 εὐχερείας

기술의

εὐχερείαιν

기술들의

εὐχερειῶν

기술들의

여격 εὐχερείᾳ

기술에게

εὐχερείαιν

기술들에게

εὐχερείαις

기술들에게

대격 εὐχερείαν

기술을

εὐχερεία

기술들을

εὐχερείας

기술들을

호격 εὐχερεία

기술아

εὐχερεία

기술들아

εὐχέρειαι

기술들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "καί τις ἦν ἀκριβὴς εὐχέρεια τῆς βολῆς. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 5 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 5 3:1)

  • ἡ γὰρ ἐν τῷ ποιεῖν εὐχέρεια καὶ ταχύτης οὐκ ἐντίθησι βάρος ἔργῳ μόνιμον οὐδὲ κάλλους ἀκρίβειαν: (Plutarch, , chapter 13 2:3)

    (플루타르코스, , chapter 13 2:3)

  • ταύτης δὲ τῆς ἀνέσεως ἐοίκε γεγονέναι νόσημα καὶ ἡ πρὸς τοὺς ἔρωτας εὐχέρεια καὶ ῥύσις αὐτοῦ τῆς φιληδονίας, ἧς οὐδὲ γηράσας ἐπαύσατο, Μητροβίου δὲ τῶν ἀπὸ σκηνῆς τινος ἐρῶν διετέλεσεν ἔτι νέος ὤν. (Plutarch, Sulla, chapter 2 3:2)

    (플루타르코스, Sulla, chapter 2 3:2)

  • "οὐ μικρὸν δὲ κακὸν οὐδ ἡ τῶν ὀνομάτων εὐχέρεια καὶ βωμολοχία τοῖς μὴ δυσχεραίνουσιν ἀλλ ὑπομένουσι σκιὰς καλεῖσθαι καὶ ὑπακούειν: (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 10:9)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 7, 10:9)

  • "ἥ τε γὰρ ἐν ταῖς λεγομέναις παραβάσεσιν αὐτῶν σπουδὴ καὶ παρρησία λίαν ἄκρατός ἐστι καὶ σύντονος, ἥ τε πρὸς τὰ σκώμματα καὶ βωμολοχίας εὐχέρεια δεινῶς κατάκορος καὶ ἀναπεπταμένη καὶ γέμουσα ῥημάτων ἀκόσμων καὶ ἀκολάστων ὀνομάτων: (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 7, 10:9)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 7, 10:9)

  • ἦν δὲ καὶ τἆλλα παράτολμος ὁ Στρατοκλῆς, καὶ βεβιωκὼς ἀσελγῶς καὶ τὴν τοῦ παλαιοῦ Κλέωνος ἀπομιμεῖσθαι δοκῶν βωμολοχίαν καὶ βδελυρίαν τῇ πρὸς τὸν δῆμον εὐχερείᾳ. (Plutarch, Demetrius, chapter 11 2:1)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 11 2:1)

  • καὶ τῇ Κλέωνος εὐχερείᾳ καὶ βωμολοχίᾳ πρὸς ἡδονὴν μεταχειριζομένῃ τοὺς Ἀθηναίους διὰ τῶν ὁμοίων ἀντιπαρεξάγειν ἀπίθανος ὤν, χορηγίαις ἀνελάμβανε καὶ γυμνασιαρχίαις ἑτέραις τε τοιαύταις φιλοτιμίαις τὸν δῆμον, ὑπερβαλλόμενος πολυτελείᾳ καὶ χάριτι τοὺς πρὸ ἑαυτοῦ καὶ καθ ἑαυτὸν ἅπαντας. (Plutarch, , chapter 3 2:1)

    (플루타르코스, , chapter 3 2:1)

  • εὐχερείᾳ γνοίη τις ἂν τὴν φύσιν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐν τῷ καλῷ τῆς χρείας ἢ αἰσχρῷ καὶ διαφέροντι πρὸς ἡδονὴν ἢ ὠφέλειαν. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 23 1:1)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 23 1:1)

유의어

  1. 뻔뻔함

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION