헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δικαστής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δικαστής δικαστοῦ

형태분석: δικαστ (어간) + ης (어미)

어원: dika/zw

  1. 판사, 상위 법정에 보내는 통지
  2. 복수, 처벌
  1. a judge
  2. judices, jurymen, presiding judge
  3. an avenger

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δικαστής

판사가

δικαστᾱ́

판사들이

δικασταί

판사들이

속격 δικαστοῦ

판사의

δικασταῖν

판사들의

δικαστῶν

판사들의

여격 δικαστῇ

판사에게

δικασταῖν

판사들에게

δικασταῖς

판사들에게

대격 δικαστήν

판사를

δικαστᾱ́

판사들을

δικαστᾱ́ς

판사들을

호격 δικαστά

판사야

δικαστᾱ́

판사들아

δικασταί

판사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δὲ εἶπε. τίσ σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐφ̓ ἡμῶν̣ μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεισ, ὃν τρόπον ἀνεῖλεσ χθὲσ τὸν Αἰγύπτιον̣ ἐφοβήθη δὲ Μωυσῆσ, καὶ εἶπεν. εἰ οὕτωσ ἐμφανὲσ γέγονε τὸ ρῆμα τοῦτο̣ (Septuagint, Liber Exodus 2:14)

    (70인역 성경, 탈출기 2:14)

  • γένοιτο Κύριοσ εἰσ κριτὴν καὶ δικαστὴν ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ. ἴδοι Κύριοσ καὶ κρίναι τὴν κρίσιν μου καὶ δικάσαι μοι ἐκ χειρόσ σου. (Septuagint, Liber I Samuelis 24:16)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 24:16)

  • σύ με προείλω βασιλέα λαοῦ σου καὶ δικαστὴν υἱῶν σου καί θυγατέρων. (Septuagint, Liber Sapientiae 9:7)

    (70인역 성경, 지혜서 9:7)

  • γίγαντα καὶ ἰσχύοντα καὶ ἄνθρωπον πολεμιστὴν καὶ δικαστὴν καὶ προφήτην καὶ στοχαστὴν καὶ πρεσβύτερον (Septuagint, Liber Isaiae 3:2)

    (70인역 성경, 이사야서 3:2)

  • ὡρ́α δὲ ἤδη καὶ ὑμῖν αὐταῖσ ἀπιέναι παρὰ τὸν δικαστὴν ἐγὼ γὰρ ἀπωθοῦμαι τὴν δίαιταν ἐπ’ ἴσησ τε ὑμᾶσ ἀγαπῶν, καὶ εἴ γε οἱο͂̀ν τε ἦν, ἡδέωσ ἂν ἁπάσασ νενικηκυίασ ἰδών. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 1:2)

    (루키아노스, Dearum judicium, (no name) 1:2)

유의어

  1. 판사

  2. 복수

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION