헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δικαστής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δικαστής δικαστοῦ

형태분석: δικαστ (어간) + ης (어미)

어원: dika/zw

  1. 판사, 상위 법정에 보내는 통지
  2. 복수, 처벌
  1. a judge
  2. judices, jurymen, presiding judge
  3. an avenger

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δικαστής

판사가

δικαστᾱ́

판사들이

δικασταί

판사들이

속격 δικαστοῦ

판사의

δικασταῖν

판사들의

δικαστῶν

판사들의

여격 δικαστῇ

판사에게

δικασταῖν

판사들에게

δικασταῖς

판사들에게

대격 δικαστήν

판사를

δικαστᾱ́

판사들을

δικαστᾱ́ς

판사들을

호격 δικαστά

판사야

δικαστᾱ́

판사들아

δικασταί

판사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥσπερ γὰρ ἡ τῶν ὀφθαλμῶν νόσοσ τὴν ὁρ́ασιν συγχέασα κωλύει τὰ ἐμποδὼν κείμενα θεωρεῖν, οὕτωσ ἄδικοσ παρεισδύνων λόγοσ εἰσ τὰσ τῶν δικαστῶν γνώμασ οὐκ ἐᾷ δι’ ὀργὴν συνορᾶν τὴν ἀλήθειαν. (Demades, On the Twelve Years, 3:2)

    (데마데스, On the Twelve Years, 3:2)

  • "ἀλλὰ τότε μὲν ἐσ τὸν εὐνοῦχον ἀναφυγὼν καὶ τοῦτο κρησφύγετον εὑρόμενοσ ἀφείθη, ἀπιστησάντων τῇ κατηγορίᾳ τῶν τότε δικαστῶν ἀπό γε τῆσ φανερᾶσ ὄψεωσ· (Lucian, Eunuchus, (no name) 10:3)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 10:3)

  • οἱ δὲ ἔτι γελοιότερον μεταστειλαμένουσ τινὰσ τῶν ἐξ οἰκήματοσ γυναικῶν κελεύειν αὐτὸν συνεῖναι καὶ ὀπυίειν, καί τινα τῶν δικαστῶν τὸν πρεσβύτατόν τε καὶ πιστότατον ἐφεστῶτα ὁρᾶν εἰ φιλοσοφεῖ. (Lucian, Eunuchus, (no name) 12:2)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 12:2)

  • καί μοι δοκεῖ πωσ ὁ μυθευόμενοσ ἐν Αἵδου τῶν ψυχῶν ἀπολυθεισῶν τοῦ σώματοσ ἐξετασμὸσ ἐπὶ τῶν ἐκεῖ δικαστῶν οὕτωσ ἀκριβὴσ εἶναι ὡσ ὁ διὰ τῆσ Θεοπόμπου γραφῆσ γιγνόμενοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 8:1)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 8:1)

  • ὁρᾶτε γάρ που καὶ ἐν τοῖσ ἄλλοισ δικαστηρίοισ ὡσ ἀπὸ μὲν τῶν κλήρῳ λαχόντων δικαστῶν, ἤν τισ ἄδικον οἰήται γεγενῆσθαι τὴν κρίσιν, δίδωσιν ὁ νόμοσ ἐσ ἕτερον ἐφεῖναι δικαστήριον ἢν δέ τινεσ ἑκόντεσ αὐτοὶ σύνθωνται δικαστὰσ καὶ προελόμενοι ἐπιτρέψωσιν διαιτᾶν, οὐκέτι. (Lucian, Abdicatus, (no name) 11:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 11:2)

유의어

  1. 판사

  2. 복수

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION