διάταξις
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διάταξις
διατάξεως
형태분석:
διαταξι
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 질, 됨됨, 기질
- 명령, 지시
- disposition, arrangment
- command
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "ἀλλὰ καὶ πάνυ πρέπει θεοῖσ ἡ τοιαύτη διάταξισ· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 299)
(플루타르코스, De defectu oraculorum, section 299)
- καὶ τῶν ἄλλων δὲ διακειμένων ὁμοίωσ ἁπάντων πρὸσ αὐτόν, οὐ πολέμου τισ λύσισ, οὐ νόμων θέσισ, οὐ χώρασ κατοικισμόσ, οὐ πολιτείασ διάταξισ ἐδόκει καλῶσ ἔχειν, ἧσ ἐκεῖνοσ μὴ προσάψαιτο μηδὲ κατακοσμήσειεν, ὥσπερ ἔργῳ συντελουμένῳ δημιουργὸσ ἐπιθείσ τινα χάριν θεοφιλῆ καὶ πρέπουσαν. (Plutarch, Timoleon, chapter 35 3:1)
(플루타르코스, Timoleon, chapter 35 3:1)
- μετὰ γὰρ τὴν μάχην εὐθὺσ ὁ δῆμοσ, εἰδὼσ καὶ ἑορακὼσ πάνθ’ ὅσ’ ἔπραττον ἐγώ, ἐν αὐτοῖσ τοῖσ δεινοῖσ καὶ φοβεροῖσ ἐμβεβηκώσ, ἡνίκ’ οὐδ’ ἀγνωμονῆσαί τι θαυμαστὸν ἦν τοὺσ πολλοὺσ πρὸσ ἐμέ, πρῶτον μὲν περὶ σωτηρίασ τῆσ πόλεωσ τὰσ ἐμὰσ γνώμασ ἐχειροτόνει, καὶ πάνθ’ ὅσα τῆσ φυλακῆσ εἵνεκ’ ἐπράττετο, ἡ διάταξισ τῶν φυλάκων, αἱ τάφροι, τὰ εἰσ τὰ τείχη χρήματα, διὰ τῶν ἐμῶν ψηφισμάτων ἐγίγνετο· (Demosthenes, Speeches 11-20, 356:3)
(데모스테네스, Speeches 11-20, 356:3)
- διάταξισ καὶ κατασκευὴ τῆσ δυνάμεωσ. (Diodorus Siculus, Library, book xvii, 14)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xvii, 14)
- πάλαι μὲν οὖν ἦν τοιαύτη τισ ἡ διάταξισ, καθ’ ἡμᾶσ δὲ εἰσ τρεῖσ, εἶτ’ εἰσ δύο ἡγεμόνασ, εἶτα εἰσ ἕνα ἧκεν ἡ δυναστεία, εἰσ Δηιόταρον, εἶτα ἐκεῖνον διεδέξατο Ἀμύντασ· (Strabo, Geography, Book 12, chapter 5 1:8)
(스트라본, 지리학, Book 12, chapter 5 1:8)
유의어
-
질
- διάθεσις (정리, 질, 됨됨)
- τάξις (방법, 질, 본성)
- κόσμησις (정리, 질, 됨됨)
- διάθεσις (질, 됨됨, 기질)
- διάθεσις (질, 됨됨)
- διαθέτης (an arranger)
- οἰκονομίᾱ (정리, 마련)
-
명령
- ἐπιτακτήρ (지휘관, 사령관)
- ἥγησις (명령, 지시)
- ἡγητήρ (지휘관, 사령관)
- πεντακοσιάρχης (지휘관, 사령관)
- ἐφέτης (지휘관, 사령관)
- διλοχῑ́της ( a commander of a δῐλοχίᾱ )
- ἁρμόστωρ (지휘관, 사령관)
- ταγοῦχος (holding command)
- ἐπίταξις (명령, 지시, 칙령)
- κελευσμός (명령, 지시, 칙령)
- μυριάρχης (지휘관, 사령관, 남녀노소)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- ταγός (지휘관, 사령관, 장)
- συστράτηγος (a joint-commander)
- ὀπισθοφυλακία (the command of the rear)
- δεκάδαρχος (a commander of ten)
- δίοπος (통치자, 지휘관, 사령관)
- διακέλευμα (명령, 지시, 칙령)
- ἱππαρμοστής (a commander of cavalry)
- ἀγγελίᾱ (명령, 지시, 교수)
- πρόσταξις (명령, 지시, 조례)
- πρόσταγμα (명령, 지시, 조례)
- ἐντολή (조례, 법령, 결정)
- πειθαρχία (obedience to command)
- στρατοπεδάρχης (a military commander)
- τριηραρχία (the command of a trireme)