헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στρατοφύλαξ

3군 변화 명사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στρατοφύλαξ στρατοφύλακος

형태분석: στρατοφυλακ (어간) + ς (어미)

  1. a commanding officer

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔνθεν οἵ τε ἄρχοντεσ αὐτοῖσιν ἐπιλέγονται καὶ ὅσοι νόμαρχοι καὶ ὕπαρχοι καὶ θησαυροφύλακέσ τε καὶ στρατοφύλακεσ, ναύαρχοί τε καὶ ταμίαι καὶ τῶν κατὰ γεωργίην ἔργων ἐπιστάται. (Arrian, Indica, chapter 12 7:2)

    (아리아노스, Indica, chapter 12 7:2)

  • τριῶν δὲ ὄντων ἐθνῶν ὁμογλώττων καὶ κατ’ ἄλλο οὐδὲν ἐξηλλαγμένων, ἕκαστον διελόντεσ εἰσ τέτταρασ μερίδασ τετραρχίαν ἑκάστην ἐκάλεσαν, τετράρχην ἔχουσαν ἴδιον καὶ δικαστὴν ἕνα καὶ στρατοφύλακα ἕνα ὑπὸ τῷ τετράρχῃ τεταγμένουσ, ὑποστρατοφύλακασ δὲ δύο. (Strabo, Geography, Book 12, chapter 5 1:5)

    (스트라본, 지리학, Book 12, chapter 5 1:5)

  • παρέχει δὲ τὰ μὲν ὅπλα τοῖσ στρατιώταισ ὁ στρατοφύλαξ, τὰσ δὲ ναῦσ μισθοῦ τοῖσ πλέουσιν ὁ ναύαρχοσ καὶ τοῖσ ἐμπόροισ. (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 92:4)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 1 92:4)

유의어

  1. a commanding officer

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION