διάταξις
3군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
διάταξις
διατάξεως
형태분석:
διαταξι
(어간)
+
ς
(어미)
뜻
- 질, 됨됨, 기질
- 명령, 지시
- disposition, arrangment
- command
곡용 정보
3군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Λευκόλλου δὲ περὶ τῶν ἐν Πόντῳ διατάξεων στασιάσαντοσ πρὸσ Πομπήϊον ἠξίουν γὰρ ἰσχύειν ἑκάτεροσ τὰ ὑφ’ αὐτοῦ γενόμενα, καὶ Λευκόλλῳ Κάτωνοσ ἀδικουμένῳ περιφανῶσ προσαμύνοντοσ, ἐλαττούμενοσ ὁ Πομπήϊοσ ἐν συγκλήτῳ καὶ δημαγωγῶν, ἐπὶ νομὴν χώρασ ἐκάλει τὸ στρατιωτικόν. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 31 1:2)
(플루타르코스, Cato the Younger, chapter 31 1:2)
- ὁ δὲ τἆλλα μὲν ἀμβλὺσ ἦν ἤδη καὶ κατέψυκτο τὸ πρακτικόν, ἡδονῇ σχολῆσ καὶ ταῖσ περί τὸν πλοῦτον διατριβαῖσ ἑαυτὸν ἐνδεδωκώσ, ἐπὶ δὲ Πομπήϊον εὐθὺσ ἀΐξασ καὶ λαβόμενοσ ἐντόνωσ αὐτοῦ περί τε τῶν διατάξεων ἃσ ἔλυσεν ἐκράτει, καὶ πλέον εἶχεν ἐν τῇ βουλῇ συναγωνιζομένου Κάτωνοσ, ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενοσ ὁ Πομπήϊοσ ἠναγκάζετο δημαρχοῦσι προσφεύγειν καὶ προσαρτᾶσθαι μειρακίοισ· (Plutarch, Pompey, chapter 46 3:2)
(플루타르코스, Pompey, chapter 46 3:2)
- καὶ Κάτωνα προφάσει στρατηγίασ εἰσ Κύπρον ἀπέπεμψε, Καίσαροσ εἰσ Γαλατίαν ἐξεληλακότοσ, αὑτῷ δὲ προσέχοντα τὸν δῆμον ἑώρα πάντα πράττοντι καὶ πολιτευομένῳ πρόσ χάριν, εὐθὺσ ἐπεχείρει τῶν Πομπηϊού διατάξεων ἐνίασ ἀναιρεῖν, καὶ Τιγράνην τὸν αἰχμάλωτον ἀφαρπάσασ εἶχε σὺν αὑτῷ, καὶ τοῖσ φίλοισ δίκασ ἐπῆγε, πεῖραν ἐν ἐκείνοισ τῆσ Πομπηϊού λαμβάνων δυνάμεωσ. (Plutarch, Pompey, chapter 48 6:1)
(플루타르코스, Pompey, chapter 48 6:1)
유의어
-
질
- διάθεσις (정리, 질, 됨됨)
- τάξις (방법, 질, 본성)
- κόσμησις (정리, 질, 됨됨)
- διάθεσις (질, 됨됨, 기질)
- διάθεσις (질, 됨됨)
- διαθέτης (an arranger)
- οἰκονομίᾱ (정리, 마련)
-
명령
- ἐπιτακτήρ (지휘관, 사령관)
- ἥγησις (명령, 지시)
- ἡγητήρ (지휘관, 사령관)
- πεντακοσιάρχης (지휘관, 사령관)
- ἐφέτης (지휘관, 사령관)
- διλοχῑ́της ( a commander of a δῐλοχίᾱ )
- ἁρμόστωρ (지휘관, 사령관)
- ταγοῦχος (holding command)
- ἐπίταξις (명령, 지시, 칙령)
- κελευσμός (명령, 지시, 칙령)
- μυριάρχης (지휘관, 사령관, 남녀노소)
- στρατοφύλαξ (a commanding officer)
- ταγός (지휘관, 사령관, 장)
- συστράτηγος (a joint-commander)
- ὀπισθοφυλακία (the command of the rear)
- δεκάδαρχος (a commander of ten)
- δίοπος (통치자, 지휘관, 사령관)
- διακέλευμα (명령, 지시, 칙령)
- ἱππαρμοστής (a commander of cavalry)
- ἀγγελίᾱ (명령, 지시, 교수)
- πρόσταξις (명령, 지시, 조례)
- πρόσταγμα (명령, 지시, 조례)
- ἐντολή (조례, 법령, 결정)
- πειθαρχία (obedience to command)
- στρατοπεδάρχης (a military commander)
- τριηραρχία (the command of a trireme)