호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
기본형: διαστρέφω διαστρέψω
형태분석: δια (접두사) + στρέφ (어간) + ω (인칭어미)
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαστρέφω (나는) 왜곡한다 |
διαστρέφεις (너는) 왜곡한다 |
διαστρέφει (그는) 왜곡한다 |
쌍수 | διαστρέφετον (너희 둘은) 왜곡한다 |
διαστρέφετον (그 둘은) 왜곡한다 |
||
복수 | διαστρέφομεν (우리는) 왜곡한다 |
διαστρέφετε (너희는) 왜곡한다 |
διαστρέφουσι(ν) (그들은) 왜곡한다 |
|
접속법 | 단수 | διαστρέφω (나는) 왜곡하자 |
διαστρέφῃς (너는) 왜곡하자 |
διαστρέφῃ (그는) 왜곡하자 |
쌍수 | διαστρέφητον (너희 둘은) 왜곡하자 |
διαστρέφητον (그 둘은) 왜곡하자 |
||
복수 | διαστρέφωμεν (우리는) 왜곡하자 |
διαστρέφητε (너희는) 왜곡하자 |
διαστρέφωσι(ν) (그들은) 왜곡하자 |
|
기원법 | 단수 | διαστρέφοιμι (나는) 왜곡하기를 (바라다) |
διαστρέφοις (너는) 왜곡하기를 (바라다) |
διαστρέφοι (그는) 왜곡하기를 (바라다) |
쌍수 | διαστρέφοιτον (너희 둘은) 왜곡하기를 (바라다) |
διαστρεφοίτην (그 둘은) 왜곡하기를 (바라다) |
||
복수 | διαστρέφοιμεν (우리는) 왜곡하기를 (바라다) |
διαστρέφοιτε (너희는) 왜곡하기를 (바라다) |
διαστρέφοιεν (그들은) 왜곡하기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαστρέφε (너는) 왜곡해라 |
διαστρεφέτω (그는) 왜곡해라 |
|
쌍수 | διαστρέφετον (너희 둘은) 왜곡해라 |
διαστρεφέτων (그 둘은) 왜곡해라 |
||
복수 | διαστρέφετε (너희는) 왜곡해라 |
διαστρεφόντων, διαστρεφέτωσαν (그들은) 왜곡해라 |
||
부정사 | διαστρέφειν 왜곡하는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαστρεφων διαστρεφοντος | διαστρεφουσα διαστρεφουσης | διαστρεφον διαστρεφοντος | ||
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαστρέφομαι (나는) 왜곡된다 |
διαστρέφει, διαστρέφῃ (너는) 왜곡된다 |
διαστρέφεται (그는) 왜곡된다 |
쌍수 | διαστρέφεσθον (너희 둘은) 왜곡된다 |
διαστρέφεσθον (그 둘은) 왜곡된다 |
||
복수 | διαστρεφόμεθα (우리는) 왜곡된다 |
διαστρέφεσθε (너희는) 왜곡된다 |
διαστρέφονται (그들은) 왜곡된다 |
|
접속법 | 단수 | διαστρέφωμαι (나는) 왜곡되자 |
διαστρέφῃ (너는) 왜곡되자 |
διαστρέφηται (그는) 왜곡되자 |
쌍수 | διαστρέφησθον (너희 둘은) 왜곡되자 |
διαστρέφησθον (그 둘은) 왜곡되자 |
||
복수 | διαστρεφώμεθα (우리는) 왜곡되자 |
διαστρέφησθε (너희는) 왜곡되자 |
διαστρέφωνται (그들은) 왜곡되자 |
|
기원법 | 단수 | διαστρεφοίμην (나는) 왜곡되기를 (바라다) |
διαστρέφοιο (너는) 왜곡되기를 (바라다) |
διαστρέφοιτο (그는) 왜곡되기를 (바라다) |
쌍수 | διαστρέφοισθον (너희 둘은) 왜곡되기를 (바라다) |
διαστρεφοίσθην (그 둘은) 왜곡되기를 (바라다) |
||
복수 | διαστρεφοίμεθα (우리는) 왜곡되기를 (바라다) |
διαστρέφοισθε (너희는) 왜곡되기를 (바라다) |
διαστρέφοιντο (그들은) 왜곡되기를 (바라다) |
|
명령법 | 단수 | διαστρέφου (너는) 왜곡되어라 |
διαστρεφέσθω (그는) 왜곡되어라 |
|
쌍수 | διαστρέφεσθον (너희 둘은) 왜곡되어라 |
διαστρεφέσθων (그 둘은) 왜곡되어라 |
||
복수 | διαστρέφεσθε (너희는) 왜곡되어라 |
διαστρεφέσθων, διαστρεφέσθωσαν (그들은) 왜곡되어라 |
||
부정사 | διαστρέφεσθαι 왜곡되는 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαστρεφομενος διαστρεφομενου | διαστρεφομενη διαστρεφομενης | διαστρεφομενον διαστρεφομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαστρέψω (나는) 왜곡하겠다 |
διαστρέψεις (너는) 왜곡하겠다 |
διαστρέψει (그는) 왜곡하겠다 |
쌍수 | διαστρέψετον (너희 둘은) 왜곡하겠다 |
διαστρέψετον (그 둘은) 왜곡하겠다 |
||
복수 | διαστρέψομεν (우리는) 왜곡하겠다 |
διαστρέψετε (너희는) 왜곡하겠다 |
διαστρέψουσι(ν) (그들은) 왜곡하겠다 |
|
기원법 | 단수 | διαστρέψοιμι (나는) 왜곡하겠기를 (바라다) |
διαστρέψοις (너는) 왜곡하겠기를 (바라다) |
διαστρέψοι (그는) 왜곡하겠기를 (바라다) |
쌍수 | διαστρέψοιτον (너희 둘은) 왜곡하겠기를 (바라다) |
διαστρεψοίτην (그 둘은) 왜곡하겠기를 (바라다) |
||
복수 | διαστρέψοιμεν (우리는) 왜곡하겠기를 (바라다) |
διαστρέψοιτε (너희는) 왜곡하겠기를 (바라다) |
διαστρέψοιεν (그들은) 왜곡하겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διαστρέψειν 왜곡할 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαστρεψων διαστρεψοντος | διαστρεψουσα διαστρεψουσης | διαστρεψον διαστρεψοντος | ||
중간태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διαστρέψομαι (나는) 왜곡되겠다 |
διαστρέψει, διαστρέψῃ (너는) 왜곡되겠다 |
διαστρέψεται (그는) 왜곡되겠다 |
쌍수 | διαστρέψεσθον (너희 둘은) 왜곡되겠다 |
διαστρέψεσθον (그 둘은) 왜곡되겠다 |
||
복수 | διαστρεψόμεθα (우리는) 왜곡되겠다 |
διαστρέψεσθε (너희는) 왜곡되겠다 |
διαστρέψονται (그들은) 왜곡되겠다 |
|
기원법 | 단수 | διαστρεψοίμην (나는) 왜곡되겠기를 (바라다) |
διαστρέψοιο (너는) 왜곡되겠기를 (바라다) |
διαστρέψοιτο (그는) 왜곡되겠기를 (바라다) |
쌍수 | διαστρέψοισθον (너희 둘은) 왜곡되겠기를 (바라다) |
διαστρεψοίσθην (그 둘은) 왜곡되겠기를 (바라다) |
||
복수 | διαστρεψοίμεθα (우리는) 왜곡되겠기를 (바라다) |
διαστρέψοισθε (너희는) 왜곡되겠기를 (바라다) |
διαστρέψοιντο (그들은) 왜곡되겠기를 (바라다) |
|
부정사 | διαστρέψεσθαι 왜곡될 것 |
|||
분사 | 남성 | 여성 | 중성 | |
διαστρεψομενος διαστρεψομενου | διαστρεψομενη διαστρεψομενης | διαστρεψομενον διαστρεψομενου |
능동태 | ||||
---|---|---|---|---|
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διέστρεφον (나는) 왜곡하고 있었다 |
διέστρεφες (너는) 왜곡하고 있었다 |
διέστρεφε(ν) (그는) 왜곡하고 있었다 |
쌍수 | διεστρέφετον (너희 둘은) 왜곡하고 있었다 |
διεστρεφέτην (그 둘은) 왜곡하고 있었다 |
||
복수 | διεστρέφομεν (우리는) 왜곡하고 있었다 |
διεστρέφετε (너희는) 왜곡하고 있었다 |
διέστρεφον (그들은) 왜곡하고 있었다 |
|
중간태/수동태 | ||||
1인칭 | 2인칭 | 3인칭 | ||
직설법 | 단수 | διεστρεφόμην (나는) 왜곡되고 있었다 |
διεστρέφου (너는) 왜곡되고 있었다 |
διεστρέφετο (그는) 왜곡되고 있었다 |
쌍수 | διεστρέφεσθον (너희 둘은) 왜곡되고 있었다 |
διεστρεφέσθην (그 둘은) 왜곡되고 있었다 |
||
복수 | διεστρεφόμεθα (우리는) 왜곡되고 있었다 |
διεστρέφεσθε (너희는) 왜곡되고 있었다 |
διεστρέφοντο (그들은) 왜곡되고 있었다 |
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
고전 발음: [] 신약 발음: []