헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαστρέφω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαστρέφω διαστρέψω

형태분석: δια (접두사) + στρέφ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from diastre/fw

  1. 왜곡하다, 뒤틀다, 곡해하다, 꼬다, 다르게 돌리다, 구부리다
  2. 왜곡하다, 뒤틀다, 곡해하다
  1. to turn different ways, to twist about, distort, to be distorted, to have one's eyes distorted, to get a squint
  2. to distort, pervert

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστρέφω

(나는) 왜곡한다

διαστρέφεις

(너는) 왜곡한다

διαστρέφει

(그는) 왜곡한다

쌍수 διαστρέφετον

(너희 둘은) 왜곡한다

διαστρέφετον

(그 둘은) 왜곡한다

복수 διαστρέφομεν

(우리는) 왜곡한다

διαστρέφετε

(너희는) 왜곡한다

διαστρέφουσιν*

(그들은) 왜곡한다

접속법단수 διαστρέφω

(나는) 왜곡하자

διαστρέφῃς

(너는) 왜곡하자

διαστρέφῃ

(그는) 왜곡하자

쌍수 διαστρέφητον

(너희 둘은) 왜곡하자

διαστρέφητον

(그 둘은) 왜곡하자

복수 διαστρέφωμεν

(우리는) 왜곡하자

διαστρέφητε

(너희는) 왜곡하자

διαστρέφωσιν*

(그들은) 왜곡하자

기원법단수 διαστρέφοιμι

(나는) 왜곡하기를 (바라다)

διαστρέφοις

(너는) 왜곡하기를 (바라다)

διαστρέφοι

(그는) 왜곡하기를 (바라다)

쌍수 διαστρέφοιτον

(너희 둘은) 왜곡하기를 (바라다)

διαστρεφοίτην

(그 둘은) 왜곡하기를 (바라다)

복수 διαστρέφοιμεν

(우리는) 왜곡하기를 (바라다)

διαστρέφοιτε

(너희는) 왜곡하기를 (바라다)

διαστρέφοιεν

(그들은) 왜곡하기를 (바라다)

명령법단수 διαστρέφε

(너는) 왜곡해라

διαστρεφέτω

(그는) 왜곡해라

쌍수 διαστρέφετον

(너희 둘은) 왜곡해라

διαστρεφέτων

(그 둘은) 왜곡해라

복수 διαστρέφετε

(너희는) 왜곡해라

διαστρεφόντων, διαστρεφέτωσαν

(그들은) 왜곡해라

부정사 διαστρέφειν

왜곡하는 것

분사 남성여성중성
διαστρεφων

διαστρεφοντος

διαστρεφουσα

διαστρεφουσης

διαστρεφον

διαστρεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστρέφομαι

(나는) 왜곡된다

διαστρέφει, διαστρέφῃ

(너는) 왜곡된다

διαστρέφεται

(그는) 왜곡된다

쌍수 διαστρέφεσθον

(너희 둘은) 왜곡된다

διαστρέφεσθον

(그 둘은) 왜곡된다

복수 διαστρεφόμεθα

(우리는) 왜곡된다

διαστρέφεσθε

(너희는) 왜곡된다

διαστρέφονται

(그들은) 왜곡된다

접속법단수 διαστρέφωμαι

(나는) 왜곡되자

διαστρέφῃ

(너는) 왜곡되자

διαστρέφηται

(그는) 왜곡되자

쌍수 διαστρέφησθον

(너희 둘은) 왜곡되자

διαστρέφησθον

(그 둘은) 왜곡되자

복수 διαστρεφώμεθα

(우리는) 왜곡되자

διαστρέφησθε

(너희는) 왜곡되자

διαστρέφωνται

(그들은) 왜곡되자

기원법단수 διαστρεφοίμην

(나는) 왜곡되기를 (바라다)

διαστρέφοιο

(너는) 왜곡되기를 (바라다)

διαστρέφοιτο

(그는) 왜곡되기를 (바라다)

쌍수 διαστρέφοισθον

(너희 둘은) 왜곡되기를 (바라다)

διαστρεφοίσθην

(그 둘은) 왜곡되기를 (바라다)

복수 διαστρεφοίμεθα

(우리는) 왜곡되기를 (바라다)

διαστρέφοισθε

(너희는) 왜곡되기를 (바라다)

διαστρέφοιντο

(그들은) 왜곡되기를 (바라다)

명령법단수 διαστρέφου

(너는) 왜곡되어라

διαστρεφέσθω

(그는) 왜곡되어라

쌍수 διαστρέφεσθον

(너희 둘은) 왜곡되어라

διαστρεφέσθων

(그 둘은) 왜곡되어라

복수 διαστρέφεσθε

(너희는) 왜곡되어라

διαστρεφέσθων, διαστρεφέσθωσαν

(그들은) 왜곡되어라

부정사 διαστρέφεσθαι

왜곡되는 것

분사 남성여성중성
διαστρεφομενος

διαστρεφομενου

διαστρεφομενη

διαστρεφομενης

διαστρεφομενον

διαστρεφομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστρέψω

(나는) 왜곡하겠다

διαστρέψεις

(너는) 왜곡하겠다

διαστρέψει

(그는) 왜곡하겠다

쌍수 διαστρέψετον

(너희 둘은) 왜곡하겠다

διαστρέψετον

(그 둘은) 왜곡하겠다

복수 διαστρέψομεν

(우리는) 왜곡하겠다

διαστρέψετε

(너희는) 왜곡하겠다

διαστρέψουσιν*

(그들은) 왜곡하겠다

기원법단수 διαστρέψοιμι

(나는) 왜곡하겠기를 (바라다)

διαστρέψοις

(너는) 왜곡하겠기를 (바라다)

διαστρέψοι

(그는) 왜곡하겠기를 (바라다)

쌍수 διαστρέψοιτον

(너희 둘은) 왜곡하겠기를 (바라다)

διαστρεψοίτην

(그 둘은) 왜곡하겠기를 (바라다)

복수 διαστρέψοιμεν

(우리는) 왜곡하겠기를 (바라다)

διαστρέψοιτε

(너희는) 왜곡하겠기를 (바라다)

διαστρέψοιεν

(그들은) 왜곡하겠기를 (바라다)

부정사 διαστρέψειν

왜곡할 것

분사 남성여성중성
διαστρεψων

διαστρεψοντος

διαστρεψουσα

διαστρεψουσης

διαστρεψον

διαστρεψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστρέψομαι

(나는) 왜곡되겠다

διαστρέψει, διαστρέψῃ

(너는) 왜곡되겠다

διαστρέψεται

(그는) 왜곡되겠다

쌍수 διαστρέψεσθον

(너희 둘은) 왜곡되겠다

διαστρέψεσθον

(그 둘은) 왜곡되겠다

복수 διαστρεψόμεθα

(우리는) 왜곡되겠다

διαστρέψεσθε

(너희는) 왜곡되겠다

διαστρέψονται

(그들은) 왜곡되겠다

기원법단수 διαστρεψοίμην

(나는) 왜곡되겠기를 (바라다)

διαστρέψοιο

(너는) 왜곡되겠기를 (바라다)

διαστρέψοιτο

(그는) 왜곡되겠기를 (바라다)

쌍수 διαστρέψοισθον

(너희 둘은) 왜곡되겠기를 (바라다)

διαστρεψοίσθην

(그 둘은) 왜곡되겠기를 (바라다)

복수 διαστρεψοίμεθα

(우리는) 왜곡되겠기를 (바라다)

διαστρέψοισθε

(너희는) 왜곡되겠기를 (바라다)

διαστρέψοιντο

(그들은) 왜곡되겠기를 (바라다)

부정사 διαστρέψεσθαι

왜곡될 것

분사 남성여성중성
διαστρεψομενος

διαστρεψομενου

διαστρεψομενη

διαστρεψομενης

διαστρεψομενον

διαστρεψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέστρεφον

(나는) 왜곡하고 있었다

διέστρεφες

(너는) 왜곡하고 있었다

διέστρεφεν*

(그는) 왜곡하고 있었다

쌍수 διεστρέφετον

(너희 둘은) 왜곡하고 있었다

διεστρεφέτην

(그 둘은) 왜곡하고 있었다

복수 διεστρέφομεν

(우리는) 왜곡하고 있었다

διεστρέφετε

(너희는) 왜곡하고 있었다

διέστρεφον

(그들은) 왜곡하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεστρεφόμην

(나는) 왜곡되고 있었다

διεστρέφου

(너는) 왜곡되고 있었다

διεστρέφετο

(그는) 왜곡되고 있었다

쌍수 διεστρέφεσθον

(너희 둘은) 왜곡되고 있었다

διεστρεφέσθην

(그 둘은) 왜곡되고 있었다

복수 διεστρεφόμεθα

(우리는) 왜곡되고 있었다

διεστρέφεσθε

(너희는) 왜곡되고 있었다

διεστρέφοντο

(그들은) 왜곡되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐχ οὕτω φημὶ τοῦτ’ εἶναι τὸ τέρασ δεινὸν οὐδ’ ἀποτρόπαιον, ὡσ ὅταν ἀνήρ τισ ὢν καὶ τὸν χαρακτῆρα ἔχων τὸν αὐτὸν καὶ τὴν φωνὴν τὴν ἑαυτοῦ, καὶ τὰ σημεῖα τῆσ φύσεωσ μὴ δυνάμενοσ ἀνελεῖν,μηδ’ ἂν ἅπαντα ποιῇ περιστέλλων, καθάπερ φώρια κλέπτησ, ὑπ’ Ἐρινύων τινῶν τυπτόμενοσ καὶ διαστρεφόμενοσ καὶ πάντα τρόπον διακλώμενοσ πάντα βούληται ποιεῖν καὶ μηδὲν ὡσ πέφυκε· (Dio, Chrysostom, Orationes, 77:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 77:1)

유의어

  1. 왜곡하다

  2. 왜곡하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION