헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάκονος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάκονος διακόνου

형태분석: διακον (어간) + ος (어미)

어원: Akin to dia/ktoros: both perh. from diw/kw.

  1. 급사, 심부름꾼, 운반인
  2. 하인, 종
  3. 목사, 부제, 장관
  1. messenger, courier
  2. servant
  3. (biblical) minister, deacon

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 διάκονος

급사가

διακόνω

급사들이

διάκονοι

급사들이

속격 διακόνου

급사의

διακόνοιν

급사들의

διακόνων

급사들의

여격 διακόνῳ

급사에게

διακόνοιν

급사들에게

διακόνοις

급사들에게

대격 διάκονον

급사를

διακόνω

급사들을

διακόνους

급사들을

호격 διάκονε

급사야

διακόνω

급사들아

διάκονοι

급사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ο δὲ Κύριοσ ἀπέστησε τὸν ὕπνον ἀπὸ τοῦ βασιλέωσ τὴν νύκτα ἐκείνην, καὶ εἶπε τῷ διακόνῳ αὐτοῦ εἰσφέρειν γράμματα μνημόσυνα τῶν ἡμερῶν ἀναγινώσκειν αὐτῷ. (Septuagint, Liber Esther 6:1)

    (70인역 성경, 에스테르기 6:1)

  • α υἱὸσ πεπαιδευμένοσ σοφὸσ ἔσται, τῷ δὲ ἄφρονι διακόνῳ χρήσεται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 10:5)

    (70인역 성경, 잠언 10:5)

  • οὗτοσ ἰδὼν εὐφυᾶ παῖδα καὶ πρὸσ ὑπηρεσίαν τῶν ἑαυτοῦ πράξεων ἑτοιμότατον, οὐ μεῖον ἐρῶντα τῆσ κακίασ τῆσ αὐτοῦ ἢ αὐτὸσ τῆσ ὡρ́ασ τῆσ ἐκείνου, ἐξεπαίδευσέ τε αὐτὸν καὶ διετέλει ὑπουργῷ καὶ ὑπηρέτῃ καὶ διακόνῳ χρώμενοσ. (Lucian, Alexander, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 5:3)

  • καὶ ὄψισ δέ, ὁπόταν ἀνταγωνίζηται διακόνῳ καθαρωτέρα οὖσα πρεπόντωσ τε μᾶλλον ἠμφιεσμένη, κινητικὸν γίγνεται ἄλλωσ τε καὶ ὁπόταν τὸ ἑκοῦσαν χαρίζεσθαι προσῇ ἀντὶ τοῦ ἀναγκαζομένην ὑπηρετεῖν. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 10 13:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 10 13:1)

  • ἤν μου κατηγορήσῃσ ὅτι αἱρ́εσίν σοι ἔδωκα, εἰσ αὖθισ ὅταν διακονῶ, ἑτέρῳ χρήσῃ μοι διακόνῳ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 9:3)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 9:3)

  • τὸ νέκταρ ἐσθίω πάνυ μάττων διαπίνω τ’ ἀμβροσίαν καὶ τῷ Διὶ διακονῶ καὶ σεμνὸσ εἰμ’ ἑκάστοτε Ἥρᾳ λαλῶν καὶ Κύπριδι παρακαθήμενοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 8 1:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 8 1:1)

유의어

  1. 급사

  2. 하인

  3. 목사

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION