ὑποδμώς
3군 변화 명사; 남성
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑποδμώς
ὑποδμῶος
- κυανόχρωσ δ’ ἀμίασ ἐπὶ τοῖσ μέγασ, ὅσ τε θαλάσσησ πάσησ βένθεα οἶδε, Ποσειδάωνοσ ὑποδμώσ, καρῖδὲσ θ’, αἳ Ζηνὸσ Ὀλυμπίου εἰσὶν ἀοιδή,1 αἳ δὴ γήραι κυφαὶ ἔσαν, χρησταὶ δὲ πάσασθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 11:4)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 12 11:4)
- πωλεῖταί τισ δεῦρο γέρων ἅλιοσ νημερτὴσ ἀθάνατοσ Πρωτεὺσ Αἰγύπτιοσ, ὅσ τε θαλάσσησ πάσησ βένθεα οἶδε, Ποσειδάωνοσ ὑποδμώσ· (Homer, Odyssey, Book 4 41:3)
(호메로스, 오디세이아, Book 4 41:3)
- "Ποσειδῶνοσ ὑποδμώσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 106:5)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 106:5)
유의어
-
an under-servant
- διάκονος (하인, 종)
- ὑποδρηστήρ (도우미, 조수, 여성 종업원)
- λάτρις (a god's servant)
- διακονίᾱ (body of servants)
- ζάκορος (a temple-servant)
- ἄοζος (종, 하인, 참가자)
- ἀτμήν (노예, 하인, 종)
- παῖς (노예, 하인, 종)
- θεράπων (노예, 하인, 종)