헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δασύς

1/3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δασύς δασεῖα δασύ

형태분석: δασυ (어간) + ς (어미)

  1. 털이 많은, 털복숭이의, 털투성이의
  2. 솜털 같은
  1. opposed to ψῑλός ‎(psīlós) in all senses:, with a shaggy surface, hairy, shaggy, of the bald
  2. (of young hares) downy
  3. (of shields of skin) with the hair on
  4. of birds

곡용 정보

1/3군 변화
남성 여성 중성
단수주격 δασύς

털이 많은 (이)가

δασεῖα

털이 많은 (이)가

δασύ

털이 많은 (것)가

속격 δασέος

털이 많은 (이)의

δασείᾱς

털이 많은 (이)의

δασέος

털이 많은 (것)의

여격 δασεί

털이 많은 (이)에게

δασείᾱͅ

털이 많은 (이)에게

δασεί

털이 많은 (것)에게

대격 δασύν

털이 많은 (이)를

δασεῖαν

털이 많은 (이)를

δασύ

털이 많은 (것)를

호격 δασύ

털이 많은 (이)야

δασεῖα

털이 많은 (이)야

δασύ

털이 많은 (것)야

쌍수주/대/호 δασέε

털이 많은 (이)들이

δασείᾱ

털이 많은 (이)들이

δασέε

털이 많은 (것)들이

속/여 δασέοιν

털이 많은 (이)들의

δασείαιν

털이 많은 (이)들의

δασέοιν

털이 많은 (것)들의

복수주격 δασείς

털이 많은 (이)들이

δασείαι

털이 많은 (이)들이

δασή

털이 많은 (것)들이

속격 δασέων

털이 많은 (이)들의

δασειῶν

털이 많은 (이)들의

δασέων

털이 많은 (것)들의

여격 δασέσιν*

털이 많은 (이)들에게

δασείαις

털이 많은 (이)들에게

δασέσιν*

털이 많은 (것)들에게

대격 δασείς

털이 많은 (이)들을

δασείᾱς

털이 많은 (이)들을

δασή

털이 많은 (것)들을

호격 δασείς

털이 많은 (이)들아

δασείαι

털이 많은 (이)들아

δασή

털이 많은 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 δασύς

δασέος

털이 많은 (이)의

δασύτερος

δασυτέρου

더 털이 많은 (이)의

δασύτατος

δασυτάτου

가장 털이 많은 (이)의

부사 δασέως

δασύτερον

δασύτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπωλείᾳ ἀπολεῖτε πάντασ τοὺσ τόπουσ, ἐν οἷσ ἐλάτρευσαν ἐκεῖ τοῖσ θεοῖσ αὐτῶν, οὓσ ὑμεῖσ κληρονομεῖτε αὐτούσ, ἐπὶ τῶν ὀρέων τῶν ὑψηλῶν καὶ ἐπὶ τῶν θινῶν καὶ ὑποκάτω δένδρου δασέοσ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 12:2)

    (70인역 성경, 신명기 12:2)

  • καὶ ὅπωσ σημάνωσι σάλπιγξιν ἐν πάσαισ ταῖσ πόλεσιν αὐτῶν καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ. καὶ εἶπεν Ἔσδρασ. ἐξέλθετε εἰσ τὸ ὄροσ, καὶ ἐνέγκατε φύλλα ἐλαίασ καὶ φύλλα ξύλων κυπαρισσίνων καὶ φύλλα μυρσίνησ καὶ φύλλα φοινίκων καὶ φύλλα ξύλου δασέοσ ποιῆσαι σκηνὰσ κατὰ τὸ γεγραμμένον. (Septuagint, Liber Nehemiae 8:15)

    (70인역 성경, 느헤미야기 8:15)

  • ὡσ φύλλον θάλλον ἐπὶ δένδρου δασέοσ, τὰ μὲν καταβάλλει, ἄλλα δὲ φύει, οὕτωσ γενεὰ σαρκὸσ καὶ αἵματοσ, ἡ μὲν τελευτᾷ, ἑτέρα δὲ γεννᾶται. (Septuagint, Liber Sirach 14:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 14:18)

  • ὁ Θεὸσ ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, καὶ ὁ ἅγιοσ ἐξ ὄρουσ κατασκίου δασέοσ. . ἐκάλυψεν οὐρανοὺσ ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεωσ αὐτοῦ πλήρησ ἡ γῆ. (Septuagint, Prophetia Habacuc 3:3)

    (70인역 성경, 하바쿡서 3:3)

  • οὐδὲ τὸ ὄντα ἔστω στιλπνὰ καὶ καθαρά, καὶ ἡ θρίξ, εἴτε οὖν τοῦ δασέοσ γένουσ εἴτε τοῦ ψιλοῦ τύχοιεν αἱ κύνεσ, λεπτὴ ἔστω καὶ πυκνὴ καὶ μαλθακή. (Arrian, Cynegeticus, chapter 6 1:2)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 6 1:2)

유의어

  1. 솜털 같은

  2. with the hair on

  3. of birds

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION