헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βραδύς

1/3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βραδύς βραδεῖα βραδύ

형태분석: βραδυ (어간) + ς (어미)

  1. 느린, 게으른
  2. 둔한, 멍청한, 무딘
  3. 늦은, 꾸물거리는, 뒤늦은
  1. slow
  2. slow-witted, dull
  3. (time) late, tardy

곡용 정보

1/3군 변화
남성 여성 중성
단수주격 βραδύς

느린 (이)가

βραδεῖα

느린 (이)가

βραδύ

느린 (것)가

속격 βραδέος

느린 (이)의

βραδείᾱς

느린 (이)의

βραδέος

느린 (것)의

여격 βραδεί

느린 (이)에게

βραδείᾱͅ

느린 (이)에게

βραδεί

느린 (것)에게

대격 βραδύν

느린 (이)를

βραδεῖαν

느린 (이)를

βραδύ

느린 (것)를

호격 βραδύ

느린 (이)야

βραδεῖα

느린 (이)야

βραδύ

느린 (것)야

쌍수주/대/호 βραδέε

느린 (이)들이

βραδείᾱ

느린 (이)들이

βραδέε

느린 (것)들이

속/여 βραδέοιν

느린 (이)들의

βραδείαιν

느린 (이)들의

βραδέοιν

느린 (것)들의

복수주격 βραδείς

느린 (이)들이

βραδείαι

느린 (이)들이

βραδή

느린 (것)들이

속격 βραδέων

느린 (이)들의

βραδειῶν

느린 (이)들의

βραδέων

느린 (것)들의

여격 βραδέσιν*

느린 (이)들에게

βραδείαις

느린 (이)들에게

βραδέσιν*

느린 (것)들에게

대격 βραδείς

느린 (이)들을

βραδείᾱς

느린 (이)들을

βραδή

느린 (것)들을

호격 βραδείς

느린 (이)들아

βραδείαι

느린 (이)들아

βραδή

느린 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μετριώτεροσ δὲ ὁ πρεσβύτησ ἦν παρὰ πολὺ καὶ πρὸσ τὰσ ὀργὰσ ἠπιώτεροσ καὶ πρὸσ τὰσ κολάσεισ ἀμβλύτεροσ καὶ πρὸσ τὰσ ἐπιθυμίασ βραδύτεροσ, ὡσ ἂν ἤδη τῆσ ἡλικίασ τὸ μὲν σφοδρότερον τῆσ ὁρμῆσ ἐπεχούσησ, τὰσ δὲ τῶν ἡδονῶν ὀρέξεισ χαλιναγωγούσησ. (Lucian, Tyrannicida, (no name) 4:3)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 4:3)

  • τρίτοσ Ποσειδῶνοσ ἱερόσ, τοῦ δευτέρου βραδύτεροσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 81:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 81:1)

  • πέρασ δέ, ἐπεὶ βραδύτεροσ ἐγίγνετο καὶ ἀσθενέστεροσ αὑτοῦ, φοβούμενοσ μὴ οὐ δύνηται ζῆν ὁμοίωσ, ἔπειτα οἶμαι νόσου τινὸσ καταλαβούσησ κάλλιστα ἀνθρώπων ἐθεράπευσεν αὑτόν, πυρὰν νήσασ ἐν τῇ αὐλῇ ξύλων ὡσ ξηροτάτων καὶ δείξασ ὅτι οὐδὲν ἄξιον ἐφρόντιζε τοῦ πυρετοῦ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 41:5)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 41:5)

  • ὁ γοῦν Ἡρακλῆσ διὰ τὸ βραδύτεροσ εἶναι πολλῶν καὶ μὴ δύνασθαι κατὰ πόδασ αἱρεῖν τοὺσ κακούργουσ, διὰ τοῦτο ἐφόρει τόξα καὶ τούτοισ ἐχρῆτο ἐπὶ τοὺσ φεύγοντασ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 20:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 20:1)

  • ἐποίεε δὲ ἀμφότερα ταῦτα, τόν τε ποταμὸν σκολιὸν καὶ τὸ ὄρυγμα πᾶν ἕλοσ, ὡσ ὅ τε ποταμὸσ βραδύτεροσ εἰή περὶ καμπὰσ πολλὰσ ἀγνύμενοσ, καὶ οἱ πλόοι ἐώσι σκολιοὶ ἐσ τὴν Βαβυλῶνα, ἔκ τε τῶν πλόων ἐκδέκηται περίοδοσ τῆσ λίμνησ μακρή. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 185 7:1)

    (헤로도토스, The Histories, book 1, chapter 185 7:1)

유의어

  1. 느린

  2. 둔한

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION