헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄρχω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄρχω ἄρξω ἦρξα ἦρχα ἦργμαι ἤρχθην

형태분석: ά̓ρχ (어간) + ω (인칭어미)

어원: pf. pass. h)=rgmai only in mid. sense

  1. 첫째가다, 먼저하다
  2. 시작하다, 착수하다
  3. 명령하다, 이끌다, 지배하다, 통치하다
  1. I am first
  2. I begin
  3. I lead, rule, govern, command

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ά̓ρχω

(나는) 첫째간다

ά̓ρχεις

(너는) 첫째간다

ά̓ρχει

(그는) 첫째간다

쌍수 ά̓ρχετον

(너희 둘은) 첫째간다

ά̓ρχετον

(그 둘은) 첫째간다

복수 ά̓ρχομεν

(우리는) 첫째간다

ά̓ρχετε

(너희는) 첫째간다

ά̓ρχουσιν*

(그들은) 첫째간다

접속법단수 ά̓ρχω

(나는) 첫째가자

ά̓ρχῃς

(너는) 첫째가자

ά̓ρχῃ

(그는) 첫째가자

쌍수 ά̓ρχητον

(너희 둘은) 첫째가자

ά̓ρχητον

(그 둘은) 첫째가자

복수 ά̓ρχωμεν

(우리는) 첫째가자

ά̓ρχητε

(너희는) 첫째가자

ά̓ρχωσιν*

(그들은) 첫째가자

기원법단수 ά̓ρχοιμι

(나는) 첫째가기를 (바라다)

ά̓ρχοις

(너는) 첫째가기를 (바라다)

ά̓ρχοι

(그는) 첫째가기를 (바라다)

쌍수 ά̓ρχοιτον

(너희 둘은) 첫째가기를 (바라다)

ἀρχοίτην

(그 둘은) 첫째가기를 (바라다)

복수 ά̓ρχοιμεν

(우리는) 첫째가기를 (바라다)

ά̓ρχοιτε

(너희는) 첫째가기를 (바라다)

ά̓ρχοιεν

(그들은) 첫째가기를 (바라다)

명령법단수 ά̓ρχε

(너는) 첫째가라

ἀρχέτω

(그는) 첫째가라

쌍수 ά̓ρχετον

(너희 둘은) 첫째가라

ἀρχέτων

(그 둘은) 첫째가라

복수 ά̓ρχετε

(너희는) 첫째가라

ἀρχόντων, ἀρχέτωσαν

(그들은) 첫째가라

부정사 ά̓ρχειν

첫째가는 것

분사 남성여성중성
ἀρχων

ἀρχοντος

ἀρχουσα

ἀρχουσης

ἀρχον

ἀρχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ά̓ρχομαι

ά̓ρχει, ά̓ρχῃ

ά̓ρχεται

쌍수 ά̓ρχεσθον

ά̓ρχεσθον

복수 ἀρχόμεθα

ά̓ρχεσθε

ά̓ρχονται

접속법단수 ά̓ρχωμαι

ά̓ρχῃ

ά̓ρχηται

쌍수 ά̓ρχησθον

ά̓ρχησθον

복수 ἀρχώμεθα

ά̓ρχησθε

ά̓ρχωνται

기원법단수 ἀρχοίμην

ά̓ρχοιο

ά̓ρχοιτο

쌍수 ά̓ρχοισθον

ἀρχοίσθην

복수 ἀρχοίμεθα

ά̓ρχοισθε

ά̓ρχοιντο

명령법단수 ά̓ρχου

ἀρχέσθω

쌍수 ά̓ρχεσθον

ἀρχέσθων

복수 ά̓ρχεσθε

ἀρχέσθων, ἀρχέσθωσαν

부정사 ά̓ρχεσθαι

분사 남성여성중성
ἀρχομενος

ἀρχομενου

ἀρχομενη

ἀρχομενης

ἀρχομενον

ἀρχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ά̓ρξω

(나는) 첫째가겠다

ά̓ρξεις

(너는) 첫째가겠다

ά̓ρξει

(그는) 첫째가겠다

쌍수 ά̓ρξετον

(너희 둘은) 첫째가겠다

ά̓ρξετον

(그 둘은) 첫째가겠다

복수 ά̓ρξομεν

(우리는) 첫째가겠다

ά̓ρξετε

(너희는) 첫째가겠다

ά̓ρξουσιν*

(그들은) 첫째가겠다

기원법단수 ά̓ρξοιμι

(나는) 첫째가겠기를 (바라다)

ά̓ρξοις

(너는) 첫째가겠기를 (바라다)

ά̓ρξοι

(그는) 첫째가겠기를 (바라다)

쌍수 ά̓ρξοιτον

(너희 둘은) 첫째가겠기를 (바라다)

ἀρξοίτην

(그 둘은) 첫째가겠기를 (바라다)

복수 ά̓ρξοιμεν

(우리는) 첫째가겠기를 (바라다)

ά̓ρξοιτε

(너희는) 첫째가겠기를 (바라다)

ά̓ρξοιεν

(그들은) 첫째가겠기를 (바라다)

부정사 ά̓ρξειν

첫째갈 것

분사 남성여성중성
ἀρξων

ἀρξοντος

ἀρξουσα

ἀρξουσης

ἀρξον

ἀρξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ά̓ρξομαι

ά̓ρξει, ά̓ρξῃ

ά̓ρξεται

쌍수 ά̓ρξεσθον

ά̓ρξεσθον

복수 ἀρξόμεθα

ά̓ρξεσθε

ά̓ρξονται

기원법단수 ἀρξοίμην

ά̓ρξοιο

ά̓ρξοιτο

쌍수 ά̓ρξοισθον

ἀρξοίσθην

복수 ἀρξοίμεθα

ά̓ρξοισθε

ά̓ρξοιντο

부정사 ά̓ρξεσθαι

분사 남성여성중성
ἀρξομενος

ἀρξομενου

ἀρξομενη

ἀρξομενης

ἀρξομενον

ἀρξομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀρχθήσομαι

ἀρχθήσῃ

ἀρχθήσεται

쌍수 ἀρχθήσεσθον

ἀρχθήσεσθον

복수 ἀρχθησόμεθα

ἀρχθήσεσθε

ἀρχθήσονται

기원법단수 ἀρχθησοίμην

ἀρχθήσοιο

ἀρχθήσοιτο

쌍수 ἀρχθήσοισθον

ἀρχθησοίσθην

복수 ἀρχθησοίμεθα

ἀρχθήσοισθε

ἀρχθήσοιντο

부정사 ἀρχθήσεσθαι

분사 남성여성중성
ἀρχθησομενος

ἀρχθησομενου

ἀρχθησομενη

ἀρχθησομενης

ἀρχθησομενον

ἀρχθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῆ̓ρχον

(나는) 첫째가고 있었다

ῆ̓ρχες

(너는) 첫째가고 있었다

ῆ̓ρχεν*

(그는) 첫째가고 있었다

쌍수 ή̓ρχετον

(너희 둘은) 첫째가고 있었다

ἠρχέτην

(그 둘은) 첫째가고 있었다

복수 ή̓ρχομεν

(우리는) 첫째가고 있었다

ή̓ρχετε

(너희는) 첫째가고 있었다

ῆ̓ρχον

(그들은) 첫째가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠρχόμην

ή̓ρχου

ή̓ρχετο

쌍수 ή̓ρχεσθον

ἠρχέσθην

복수 ἠρχόμεθα

ή̓ρχεσθε

ή̓ρχοντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῆ̓ρξα

(나는) 첫째갔다

ῆ̓ρξας

(너는) 첫째갔다

ῆ̓ρξεν*

(그는) 첫째갔다

쌍수 ή̓ρξατον

(너희 둘은) 첫째갔다

ἠρξάτην

(그 둘은) 첫째갔다

복수 ή̓ρξαμεν

(우리는) 첫째갔다

ή̓ρξατε

(너희는) 첫째갔다

ῆ̓ρξαν

(그들은) 첫째갔다

접속법단수 ά̓ρξω

(나는) 첫째갔자

ά̓ρξῃς

(너는) 첫째갔자

ά̓ρξῃ

(그는) 첫째갔자

쌍수 ά̓ρξητον

(너희 둘은) 첫째갔자

ά̓ρξητον

(그 둘은) 첫째갔자

복수 ά̓ρξωμεν

(우리는) 첫째갔자

ά̓ρξητε

(너희는) 첫째갔자

ά̓ρξωσιν*

(그들은) 첫째갔자

기원법단수 ά̓ρξαιμι

(나는) 첫째갔기를 (바라다)

ά̓ρξαις

(너는) 첫째갔기를 (바라다)

ά̓ρξαι

(그는) 첫째갔기를 (바라다)

쌍수 ά̓ρξαιτον

(너희 둘은) 첫째갔기를 (바라다)

ἀρξαίτην

(그 둘은) 첫째갔기를 (바라다)

복수 ά̓ρξαιμεν

(우리는) 첫째갔기를 (바라다)

ά̓ρξαιτε

(너희는) 첫째갔기를 (바라다)

ά̓ρξαιεν

(그들은) 첫째갔기를 (바라다)

명령법단수 ά̓ρξον

(너는) 첫째갔어라

ἀρξάτω

(그는) 첫째갔어라

쌍수 ά̓ρξατον

(너희 둘은) 첫째갔어라

ἀρξάτων

(그 둘은) 첫째갔어라

복수 ά̓ρξατε

(너희는) 첫째갔어라

ἀρξάντων

(그들은) 첫째갔어라

부정사 ά̓ρξαι

첫째갔는 것

분사 남성여성중성
ἀρξᾱς

ἀρξαντος

ἀρξᾱσα

ἀρξᾱσης

ἀρξαν

ἀρξαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἠρξάμην

ή̓ρξω

ή̓ρξατο

쌍수 ή̓ρξασθον

ἠρξάσθην

복수 ἠρξάμεθα

ή̓ρξασθε

ή̓ρξαντο

접속법단수 ά̓ρξωμαι

ά̓ρξῃ

ά̓ρξηται

쌍수 ά̓ρξησθον

ά̓ρξησθον

복수 ἀρξώμεθα

ά̓ρξησθε

ά̓ρξωνται

기원법단수 ἀρξαίμην

ά̓ρξαιο

ά̓ρξαιτο

쌍수 ά̓ρξαισθον

ἀρξαίσθην

복수 ἀρξαίμεθα

ά̓ρξαισθε

ά̓ρξαιντο

명령법단수 ά̓ρξαι

ἀρξάσθω

쌍수 ά̓ρξασθον

ἀρξάσθων

복수 ά̓ρξασθε

ἀρξάσθων

부정사 ά̓ρξεσθαι

분사 남성여성중성
ἀρξαμενος

ἀρξαμενου

ἀρξαμενη

ἀρξαμενης

ἀρξαμενον

ἀρξαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓ρχθην

ή̓ρχθης

ή̓ρχθη

쌍수 ή̓ρχθητον

ἠρχθήτην

복수 ή̓ρχθημεν

ή̓ρχθητε

ή̓ρχθησαν

접속법단수 ά̓ρχθω

ά̓ρχθῃς

ά̓ρχθῃ

쌍수 ά̓ρχθητον

ά̓ρχθητον

복수 ά̓ρχθωμεν

ά̓ρχθητε

ά̓ρχθωσιν*

기원법단수 ἀρχθείην

ἀρχθείης

ἀρχθείη

쌍수 ἀρχθείητον

ἀρχθειήτην

복수 ἀρχθείημεν

ἀρχθείητε

ἀρχθείησαν

명령법단수 ά̓ρχθητι

ἀρχθήτω

쌍수 ά̓ρχθητον

ἀρχθήτων

복수 ά̓ρχθητε

ἀρχθέντων

부정사 ἀρχθῆναι

분사 남성여성중성
ἀρχθεις

ἀρχθεντος

ἀρχθεισα

ἀρχθεισης

ἀρχθεν

ἀρχθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓ρχα

(나는) 첫째갔다

ή̓ρχας

(너는) 첫째갔다

ή̓ρχεν*

(그는) 첫째갔다

쌍수 ή̓ρχατον

(너희 둘은) 첫째갔다

ή̓ρχατον

(그 둘은) 첫째갔다

복수 ή̓ρχαμεν

(우리는) 첫째갔다

ή̓ρχατε

(너희는) 첫째갔다

ή̓ρχᾱσιν*

(그들은) 첫째갔다

접속법단수 ή̓ρχω

(나는) 첫째갔자

ή̓ρχῃς

(너는) 첫째갔자

ή̓ρχῃ

(그는) 첫째갔자

쌍수 ή̓ρχητον

(너희 둘은) 첫째갔자

ή̓ρχητον

(그 둘은) 첫째갔자

복수 ή̓ρχωμεν

(우리는) 첫째갔자

ή̓ρχητε

(너희는) 첫째갔자

ή̓ρχωσιν*

(그들은) 첫째갔자

기원법단수 ή̓ρχοιμι

(나는) 첫째갔기를 (바라다)

ή̓ρχοις

(너는) 첫째갔기를 (바라다)

ή̓ρχοι

(그는) 첫째갔기를 (바라다)

쌍수 ή̓ρχοιτον

(너희 둘은) 첫째갔기를 (바라다)

ἠρχοίτην

(그 둘은) 첫째갔기를 (바라다)

복수 ή̓ρχοιμεν

(우리는) 첫째갔기를 (바라다)

ή̓ρχοιτε

(너희는) 첫째갔기를 (바라다)

ή̓ρχοιεν

(그들은) 첫째갔기를 (바라다)

명령법단수 ή̓ρχε

(너는) 첫째갔어라

ἠρχέτω

(그는) 첫째갔어라

쌍수 ή̓ρχετον

(너희 둘은) 첫째갔어라

ἠρχέτων

(그 둘은) 첫째갔어라

복수 ή̓ρχετε

(너희는) 첫째갔어라

ἠρχόντων

(그들은) 첫째갔어라

부정사 ἠρχέναι

첫째갔는 것

분사 남성여성중성
ἠρχως

ἠρχοντος

ἠρχυῑα

ἠρχυῑᾱς

ἠρχον

ἠρχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̓ργμαι

ή̓ρξαι

ή̓ρκται

쌍수 ή̓ρχθον

ή̓ρχθον

복수 ή̓ργμεθα

ή̓ρχθε

ή̓ρχαται

명령법단수 ή̓ρξο

ή̓ρχθω

쌍수 ή̓ρχθον

ή̓ρχθων

복수 ή̓ρχθε

ή̓ρχθων

부정사 ή̓ρχθαι

분사 남성여성중성
ἠργμενος

ἠργμενου

ἠργμενη

ἠργμενης

ἠργμενον

ἠργμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὁπόταν αὖ φῇσ τὸ ἐφεξῆσ τούτῳ, τοὺσ ἀσκοῦντασ μὲν τὰ σώματα, τῆσ δὲ ψυχῆσ ἠμεληκότασ ἕτερόν τι πράττειν τοιοῦτον, τοῦ μὲν ἄρξοντοσ ἀμελεῖν, περὶ δὲ τὸ ἀρξόμενον ἐσπουδακέναι. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 9:2)

    (플라톤, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 9:2)

유의어

  1. 첫째가다

  2. 시작하다

  3. 명령하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION