- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄμοιρος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: amoiros 고전 발음: [아모] 신약 발음: [아뮈로]

기본형: ἄμοιρος

형태분석: ἀμοιρ (어간) + ος (어미)

어원: μοῖρα

  1. 불행한, 안타까운
  1. without share in
  2. unfortunate

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἄμοιρος

(이)가

ἄμοιρον

(것)가

속격 ἀμοίρου

(이)의

ἀμοίρου

(것)의

여격 ἀμοίρῳ

(이)에게

ἀμοίρῳ

(것)에게

대격 ἄμοιρον

(이)를

ἄμοιρον

(것)를

호격 ἄμοιρε

(이)야

ἄμοιρον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀμοίρω

(이)들이

ἀμοίρω

(것)들이

속/여 ἀμοίροιν

(이)들의

ἀμοίροιν

(것)들의

복수주격 ἄμοιροι

(이)들이

ἄμοιρα

(것)들이

속격 ἀμοίρων

(이)들의

ἀμοίρων

(것)들의

여격 ἀμοίροις

(이)들에게

ἀμοίροις

(것)들에게

대격 ἀμοίρους

(이)들을

ἄμοιρα

(것)들을

호격 ἄμοιροι

(이)들아

ἄμοιρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μηδεὶς ἡμῶν ἄμοιρος ἔστω τῆς ἡμετέρας ἀγερωγίας, πανταχῆ καταλίπωμεν σύμβολα τῆς εὐφροσύνης, ὅτι αὕτη ἡ μερὶς ἡμῶν καὶ ὁ κλῆρος οὗτος. (Septuagint, Liber Sapientiae 2:9)

    (70인역 성경, 지혜서 2:9)

  • κόρας μὴ ἔχων ἀπορήσεις φωτός, γνώσεως δὲ ἄμοιρος ὢν μὴ ἐπαγγέλλου]. (Septuagint, Liber Sirach 3:24)

    (70인역 성경, Liber Sirach 3:24)

  • Ἐμελλεν ἄρα μηδὲ ὁ καθ ἡμᾶς βίος τὸ παντάπασιν ἄμοιρος ἔσεσθαι ἀνδρῶν λόγου καὶ μνήμης ἀξίων, ἀλλὰ καὶ σώματος ἀρετὴν ὑπερφυᾶ καὶ γνώμην ἄκρως φιλόσοφον ἐκφαίνειν λέγω δὲ εἴς τε τὸν Βοιώτιον Σώστρατον ἀναφέρων, ὃν Ἡρακλέα οἱ Ἕλληνες ἐκάλουν καὶ ᾤοντο εἶναι, καὶ μάλιστα εἰς Δημώνακτα τὸν φιλόσοφον, οὓς καὶ εἶδον αὐτὸς καὶ ἰδὼν ἐθαύμασα, θατέρῳ δὲ τῷ Δημώνακτι καὶ ἐπὶ μήκιστον συνεγενόμην. (Lucian, (no name) 1:1)

    (루키아노스, (no name) 1:1)

  • ^ πατρικῆς δὲ ἀνάγκης ἄμοιρος ἡ τέχνη,4 ὅπου γε τοῖς ἰατροῖς καὶ δημοσίᾳ αἱ πόλεις τιμὰς καὶ προεδρίας καὶ ἀτελείας καὶ προνομίας διδόασιν. (Lucian, Abdicatus, (no name) 23:8)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 23:8)

  • "ἀλλὰ καὶ ἀναγίγνωσκε τὰ παλαιὰ μὲν μὴ σύ γε, μηδὲ εἴ τι ὁ λῆρος Ἰσοκράτης ἢ ὁ χαρίτων ἄμοιρος Δημοσθένης ἢ ὁ ψυχρὸς Πλάτων, ἀλλὰ τοὺς τῶν ὀλίγον πρὸ ἡμῶν λόγους καὶ ἅς φασι ταύτας μελέτας, ὡς ἔχῃς ἀπ ἐκείνων ἐπισιτισάμενος ἐν καιρῷ καταχρῆσθαι καθάπερ ἐκ ταμιείου προαιρῶν. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:28)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:28)

유의어

  1. without share in

  2. 불행한

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION