헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄμοιρος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄμοιρος

형태분석: ἀμοιρ (어간) + ος (어미)

어원: moi=ra

  1. 불행한, 안타까운
  1. without share in
  2. unfortunate

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ά̓μοιρος

(이)가

ά̓μοιρον

(것)가

속격 ἀμοίρου

(이)의

ἀμοίρου

(것)의

여격 ἀμοίρῳ

(이)에게

ἀμοίρῳ

(것)에게

대격 ά̓μοιρον

(이)를

ά̓μοιρον

(것)를

호격 ά̓μοιρε

(이)야

ά̓μοιρον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀμοίρω

(이)들이

ἀμοίρω

(것)들이

속/여 ἀμοίροιν

(이)들의

ἀμοίροιν

(것)들의

복수주격 ά̓μοιροι

(이)들이

ά̓μοιρα

(것)들이

속격 ἀμοίρων

(이)들의

ἀμοίρων

(것)들의

여격 ἀμοίροις

(이)들에게

ἀμοίροις

(것)들에게

대격 ἀμοίρους

(이)들을

ά̓μοιρα

(것)들을

호격 ά̓μοιροι

(이)들아

ά̓μοιρα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐνδοιάσαντοσ καὶ ἀποροῦντοσ ‐ οὐ γὰρ εἶχέν τινα, οἶμαι, εἰπεῖν τοιοῦτον ‐ εἶτ’, ἔφη, ὦ γελοῖε, μόνοσ ἀφόρητα πάσχειν νομίζεισ μηδένα ὁρῶν πένθουσ ἄμοιρον; (Lucian, (no name) 25:3)

    (루키아노스, (no name) 25:3)

  • ὁ γὰρ σοφὸσ ὡσ ἀληθῶσ Ἱππίασ τὸν μὲν ψυχροδόχον οἶκον εἰσ βορρᾶν προσκεχωρηκότα ἐποίησεν, οὐκ ἄμοιρον οὐδὲ τοῦ μεσημβρινοῦ ἀέροσ· (Lucian, (no name) 7:5)

    (루키아노스, (no name) 7:5)

  • τούτων οὖν, ὦ ἄριστε Κρόνε, δίδου μοι, ὥσ τι καὶ αὐτὸν ἀπολαῦσαι τῆσ σῆσ ἀρχῆσ μηδὲ ἄμοιρον εἶναι μόνον αὐτὸν διὰ παντὸσ τοῦ βίου. (Lucian, Saturnalia, 1:6)

    (루키아노스, Saturnalia, 1:6)

  • ὅσ μ’ ἄμοιρον ἐξελαύνεισ. (Euripides, Phoenissae, episode, trochees28)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, trochees28)

  • εἰ δ’ ἐκείνησ ἔχεισ οἶκτον ἀγάμου καὶ ἄπαιδοσ οἰχομένησ, αὖθισ ἔχεισ ἐπ’ ἄλλοισ ἡδίω σεαυτὴν ποιεῖν, μηδενὸσ τούτων ἀτελῆ μηδ’ ἄμοιρον γενομένην οὐ γάρ· (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 9 7:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 9 7:1)

유의어

  1. without share in

  2. 불행한

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION