헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἁμαρτάνω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἁμαρτάνω ἁμαρτήσω ἥμαρτον ἡμάρτηκα ἡμάρτημαι ἡμαρτήθην

형태분석: ἁμαρτάν (어간) + ω (인칭어미)

어원: Root AMART

  1. 놓치다, 엇나가다, 빗나가다
  2. 실패하다, 실수하다, 잘못되다
  3. 잃다, 뺏기다
  4. 무시하다
  1. to miss, miss the mark, especially of a thrown spear
  2. to fail, miss one's point, go wrong
  3. to be deprived of, to lose
  4. (rarely) to fail to do, neglect

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁμαρτάνω

(나는) 놓친다

ἁμαρτάνεις

(너는) 놓친다

ἁμαρτάνει

(그는) 놓친다

쌍수 ἁμαρτάνετον

(너희 둘은) 놓친다

ἁμαρτάνετον

(그 둘은) 놓친다

복수 ἁμαρτάνομεν

(우리는) 놓친다

ἁμαρτάνετε

(너희는) 놓친다

ἁμαρτάνουσιν*

(그들은) 놓친다

접속법단수 ἁμαρτάνω

(나는) 놓치자

ἁμαρτάνῃς

(너는) 놓치자

ἁμαρτάνῃ

(그는) 놓치자

쌍수 ἁμαρτάνητον

(너희 둘은) 놓치자

ἁμαρτάνητον

(그 둘은) 놓치자

복수 ἁμαρτάνωμεν

(우리는) 놓치자

ἁμαρτάνητε

(너희는) 놓치자

ἁμαρτάνωσιν*

(그들은) 놓치자

기원법단수 ἁμαρτάνοιμι

(나는) 놓치기를 (바라다)

ἁμαρτάνοις

(너는) 놓치기를 (바라다)

ἁμαρτάνοι

(그는) 놓치기를 (바라다)

쌍수 ἁμαρτάνοιτον

(너희 둘은) 놓치기를 (바라다)

ἁμαρτανοίτην

(그 둘은) 놓치기를 (바라다)

복수 ἁμαρτάνοιμεν

(우리는) 놓치기를 (바라다)

ἁμαρτάνοιτε

(너희는) 놓치기를 (바라다)

ἁμαρτάνοιεν

(그들은) 놓치기를 (바라다)

명령법단수 ἁμάρτανε

(너는) 놓쳐라

ἁμαρτανέτω

(그는) 놓쳐라

쌍수 ἁμαρτάνετον

(너희 둘은) 놓쳐라

ἁμαρτανέτων

(그 둘은) 놓쳐라

복수 ἁμαρτάνετε

(너희는) 놓쳐라

ἁμαρτανόντων, ἁμαρτανέτωσαν

(그들은) 놓쳐라

부정사 ἁμαρτάνειν

놓치는 것

분사 남성여성중성
ἁμαρτανων

ἁμαρτανοντος

ἁμαρτανουσα

ἁμαρτανουσης

ἁμαρτανον

ἁμαρτανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁμαρτάνομαι

(나는) 놓쳐진다

ἁμαρτάνει, ἁμαρτάνῃ

(너는) 놓쳐진다

ἁμαρτάνεται

(그는) 놓쳐진다

쌍수 ἁμαρτάνεσθον

(너희 둘은) 놓쳐진다

ἁμαρτάνεσθον

(그 둘은) 놓쳐진다

복수 ἁμαρτανόμεθα

(우리는) 놓쳐진다

ἁμαρτάνεσθε

(너희는) 놓쳐진다

ἁμαρτάνονται

(그들은) 놓쳐진다

접속법단수 ἁμαρτάνωμαι

(나는) 놓쳐지자

ἁμαρτάνῃ

(너는) 놓쳐지자

ἁμαρτάνηται

(그는) 놓쳐지자

쌍수 ἁμαρτάνησθον

(너희 둘은) 놓쳐지자

ἁμαρτάνησθον

(그 둘은) 놓쳐지자

복수 ἁμαρτανώμεθα

(우리는) 놓쳐지자

ἁμαρτάνησθε

(너희는) 놓쳐지자

ἁμαρτάνωνται

(그들은) 놓쳐지자

기원법단수 ἁμαρτανοίμην

(나는) 놓쳐지기를 (바라다)

ἁμαρτάνοιο

(너는) 놓쳐지기를 (바라다)

ἁμαρτάνοιτο

(그는) 놓쳐지기를 (바라다)

쌍수 ἁμαρτάνοισθον

(너희 둘은) 놓쳐지기를 (바라다)

ἁμαρτανοίσθην

(그 둘은) 놓쳐지기를 (바라다)

복수 ἁμαρτανοίμεθα

(우리는) 놓쳐지기를 (바라다)

ἁμαρτάνοισθε

(너희는) 놓쳐지기를 (바라다)

ἁμαρτάνοιντο

(그들은) 놓쳐지기를 (바라다)

명령법단수 ἁμαρτάνου

(너는) 놓쳐져라

ἁμαρτανέσθω

(그는) 놓쳐져라

쌍수 ἁμαρτάνεσθον

(너희 둘은) 놓쳐져라

ἁμαρτανέσθων

(그 둘은) 놓쳐져라

복수 ἁμαρτάνεσθε

(너희는) 놓쳐져라

ἁμαρτανέσθων, ἁμαρτανέσθωσαν

(그들은) 놓쳐져라

부정사 ἁμαρτάνεσθαι

놓쳐지는 것

분사 남성여성중성
ἁμαρτανομενος

ἁμαρτανομενου

ἁμαρτανομενη

ἁμαρτανομενης

ἁμαρτανομενον

ἁμαρτανομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁμαρτήσω

(나는) 놓치겠다

ἁμαρτήσεις

(너는) 놓치겠다

ἁμαρτήσει

(그는) 놓치겠다

쌍수 ἁμαρτήσετον

(너희 둘은) 놓치겠다

ἁμαρτήσετον

(그 둘은) 놓치겠다

복수 ἁμαρτήσομεν

(우리는) 놓치겠다

ἁμαρτήσετε

(너희는) 놓치겠다

ἁμαρτήσουσιν*

(그들은) 놓치겠다

기원법단수 ἁμαρτήσοιμι

(나는) 놓치겠기를 (바라다)

ἁμαρτήσοις

(너는) 놓치겠기를 (바라다)

ἁμαρτήσοι

(그는) 놓치겠기를 (바라다)

쌍수 ἁμαρτήσοιτον

(너희 둘은) 놓치겠기를 (바라다)

ἁμαρτησοίτην

(그 둘은) 놓치겠기를 (바라다)

복수 ἁμαρτήσοιμεν

(우리는) 놓치겠기를 (바라다)

ἁμαρτήσοιτε

(너희는) 놓치겠기를 (바라다)

ἁμαρτήσοιεν

(그들은) 놓치겠기를 (바라다)

부정사 ἁμαρτήσειν

놓칠 것

분사 남성여성중성
ἁμαρτησων

ἁμαρτησοντος

ἁμαρτησουσα

ἁμαρτησουσης

ἁμαρτησον

ἁμαρτησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁμαρτήσομαι

(나는) 놓쳐지겠다

ἁμαρτήσει, ἁμαρτήσῃ

(너는) 놓쳐지겠다

ἁμαρτήσεται

(그는) 놓쳐지겠다

쌍수 ἁμαρτήσεσθον

(너희 둘은) 놓쳐지겠다

ἁμαρτήσεσθον

(그 둘은) 놓쳐지겠다

복수 ἁμαρτησόμεθα

(우리는) 놓쳐지겠다

ἁμαρτήσεσθε

(너희는) 놓쳐지겠다

ἁμαρτήσονται

(그들은) 놓쳐지겠다

기원법단수 ἁμαρτησοίμην

(나는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτήσοιο

(너는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτήσοιτο

(그는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

쌍수 ἁμαρτήσοισθον

(너희 둘은) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτησοίσθην

(그 둘은) 놓쳐지겠기를 (바라다)

복수 ἁμαρτησοίμεθα

(우리는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτήσοισθε

(너희는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτήσοιντο

(그들은) 놓쳐지겠기를 (바라다)

부정사 ἁμαρτήσεσθαι

놓쳐질 것

분사 남성여성중성
ἁμαρτησομενος

ἁμαρτησομενου

ἁμαρτησομενη

ἁμαρτησομενης

ἁμαρτησομενον

ἁμαρτησομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἁμαρτηθήσομαι

(나는) 놓쳐지겠다

ἁμαρτηθήσῃ

(너는) 놓쳐지겠다

ἁμαρτηθήσεται

(그는) 놓쳐지겠다

쌍수 ἁμαρτηθήσεσθον

(너희 둘은) 놓쳐지겠다

ἁμαρτηθήσεσθον

(그 둘은) 놓쳐지겠다

복수 ἁμαρτηθησόμεθα

(우리는) 놓쳐지겠다

ἁμαρτηθήσεσθε

(너희는) 놓쳐지겠다

ἁμαρτηθήσονται

(그들은) 놓쳐지겠다

기원법단수 ἁμαρτηθησοίμην

(나는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτηθήσοιο

(너는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτηθήσοιτο

(그는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

쌍수 ἁμαρτηθήσοισθον

(너희 둘은) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτηθησοίσθην

(그 둘은) 놓쳐지겠기를 (바라다)

복수 ἁμαρτηθησοίμεθα

(우리는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτηθήσοισθε

(너희는) 놓쳐지겠기를 (바라다)

ἁμαρτηθήσοιντο

(그들은) 놓쳐지겠기를 (바라다)

부정사 ἁμαρτηθήσεσθαι

놓쳐질 것

분사 남성여성중성
ἁμαρτηθησομενος

ἁμαρτηθησομενου

ἁμαρτηθησομενη

ἁμαρτηθησομενης

ἁμαρτηθησομενον

ἁμαρτηθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡμάρτανον

(나는) 놓치고 있었다

ἡμάρτανες

(너는) 놓치고 있었다

ἡμάρτανεν*

(그는) 놓치고 있었다

쌍수 ἡμαρτάνετον

(너희 둘은) 놓치고 있었다

ἡμαρτανέτην

(그 둘은) 놓치고 있었다

복수 ἡμαρτάνομεν

(우리는) 놓치고 있었다

ἡμαρτάνετε

(너희는) 놓치고 있었다

ἡμάρτανον

(그들은) 놓치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡμαρτανόμην

(나는) 놓쳐지고 있었다

ἡμαρτάνου

(너는) 놓쳐지고 있었다

ἡμαρτάνετο

(그는) 놓쳐지고 있었다

쌍수 ἡμαρτάνεσθον

(너희 둘은) 놓쳐지고 있었다

ἡμαρτανέσθην

(그 둘은) 놓쳐지고 있었다

복수 ἡμαρτανόμεθα

(우리는) 놓쳐지고 있었다

ἡμαρτάνεσθε

(너희는) 놓쳐지고 있었다

ἡμαρτάνοντο

(그들은) 놓쳐지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡμαρτήθην

(나는) 놓쳐졌다

ἡμαρτήθης

(너는) 놓쳐졌다

ἡμαρτήθη

(그는) 놓쳐졌다

쌍수 ἡμαρτήθητον

(너희 둘은) 놓쳐졌다

ἡμαρτηθήτην

(그 둘은) 놓쳐졌다

복수 ἡμαρτήθημεν

(우리는) 놓쳐졌다

ἡμαρτήθητε

(너희는) 놓쳐졌다

ἡμαρτήθησαν

(그들은) 놓쳐졌다

접속법단수 ἁμαρτήθω

(나는) 놓쳐졌자

ἁμαρτήθῃς

(너는) 놓쳐졌자

ἁμαρτήθῃ

(그는) 놓쳐졌자

쌍수 ἁμαρτήθητον

(너희 둘은) 놓쳐졌자

ἁμαρτήθητον

(그 둘은) 놓쳐졌자

복수 ἁμαρτήθωμεν

(우리는) 놓쳐졌자

ἁμαρτήθητε

(너희는) 놓쳐졌자

ἁμαρτήθωσιν*

(그들은) 놓쳐졌자

기원법단수 ἁμαρτηθείην

(나는) 놓쳐졌기를 (바라다)

ἁμαρτηθείης

(너는) 놓쳐졌기를 (바라다)

ἁμαρτηθείη

(그는) 놓쳐졌기를 (바라다)

쌍수 ἁμαρτηθείητον

(너희 둘은) 놓쳐졌기를 (바라다)

ἁμαρτηθειήτην

(그 둘은) 놓쳐졌기를 (바라다)

복수 ἁμαρτηθείημεν

(우리는) 놓쳐졌기를 (바라다)

ἁμαρτηθείητε

(너희는) 놓쳐졌기를 (바라다)

ἁμαρτηθείησαν

(그들은) 놓쳐졌기를 (바라다)

명령법단수 ἁμαρτήθητι

(너는) 놓쳐졌어라

ἁμαρτηθήτω

(그는) 놓쳐졌어라

쌍수 ἁμαρτήθητον

(너희 둘은) 놓쳐졌어라

ἁμαρτηθήτων

(그 둘은) 놓쳐졌어라

복수 ἁμαρτήθητε

(너희는) 놓쳐졌어라

ἁμαρτηθέντων

(그들은) 놓쳐졌어라

부정사 ἁμαρτηθῆναι

놓쳐졌는 것

분사 남성여성중성
ἁμαρτηθεις

ἁμαρτηθεντος

ἁμαρτηθεισα

ἁμαρτηθεισης

ἁμαρτηθεν

ἁμαρτηθεντος

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ή̔μαρτον

(나는) 놓쳤다

ή̔μαρτες

(너는) 놓쳤다

ή̔μαρτεν*

(그는) 놓쳤다

쌍수 ἡμάρτετον

(너희 둘은) 놓쳤다

ἡμαρτέτην

(그 둘은) 놓쳤다

복수 ἡμάρτομεν

(우리는) 놓쳤다

ἡμάρτετε

(너희는) 놓쳤다

ή̔μαρτον

(그들은) 놓쳤다

명령법단수 ά̔μαρτε

(너는) 놓쳤어라

ἁμαρτέτω

(그는) 놓쳤어라

쌍수 ἁμάρτετον

(너희 둘은) 놓쳤어라

ἁμαρτέτων

(그 둘은) 놓쳤어라

복수 ἁμάρτετε

(너희는) 놓쳤어라

ἁμαρτόντων

(그들은) 놓쳤어라

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡμάρτηκα

(나는) 놓쳤다

ἡμάρτηκας

(너는) 놓쳤다

ἡμάρτηκεν*

(그는) 놓쳤다

쌍수 ἡμαρτήκατον

(너희 둘은) 놓쳤다

ἡμαρτήκατον

(그 둘은) 놓쳤다

복수 ἡμαρτήκαμεν

(우리는) 놓쳤다

ἡμαρτήκατε

(너희는) 놓쳤다

ἡμαρτήκᾱσιν*

(그들은) 놓쳤다

접속법단수 ἡμαρτήκω

(나는) 놓쳤자

ἡμαρτήκῃς

(너는) 놓쳤자

ἡμαρτήκῃ

(그는) 놓쳤자

쌍수 ἡμαρτήκητον

(너희 둘은) 놓쳤자

ἡμαρτήκητον

(그 둘은) 놓쳤자

복수 ἡμαρτήκωμεν

(우리는) 놓쳤자

ἡμαρτήκητε

(너희는) 놓쳤자

ἡμαρτήκωσιν*

(그들은) 놓쳤자

기원법단수 ἡμαρτήκοιμι

(나는) 놓쳤기를 (바라다)

ἡμαρτήκοις

(너는) 놓쳤기를 (바라다)

ἡμαρτήκοι

(그는) 놓쳤기를 (바라다)

쌍수 ἡμαρτήκοιτον

(너희 둘은) 놓쳤기를 (바라다)

ἡμαρτηκοίτην

(그 둘은) 놓쳤기를 (바라다)

복수 ἡμαρτήκοιμεν

(우리는) 놓쳤기를 (바라다)

ἡμαρτήκοιτε

(너희는) 놓쳤기를 (바라다)

ἡμαρτήκοιεν

(그들은) 놓쳤기를 (바라다)

명령법단수 ἡμάρτηκε

(너는) 놓쳤어라

ἡμαρτηκέτω

(그는) 놓쳤어라

쌍수 ἡμαρτήκετον

(너희 둘은) 놓쳤어라

ἡμαρτηκέτων

(그 둘은) 놓쳤어라

복수 ἡμαρτήκετε

(너희는) 놓쳤어라

ἡμαρτηκόντων

(그들은) 놓쳤어라

부정사 ἡμαρτηκέναι

놓쳤는 것

분사 남성여성중성
ἡμαρτηκως

ἡμαρτηκοντος

ἡμαρτηκυῑα

ἡμαρτηκυῑᾱς

ἡμαρτηκον

ἡμαρτηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡμάρτημαι

(나는) 놓쳐졌다

ἡμάρτησαι

(너는) 놓쳐졌다

ἡμάρτηται

(그는) 놓쳐졌다

쌍수 ἡμάρτησθον

(너희 둘은) 놓쳐졌다

ἡμάρτησθον

(그 둘은) 놓쳐졌다

복수 ἡμαρτήμεθα

(우리는) 놓쳐졌다

ἡμάρτησθε

(너희는) 놓쳐졌다

ἡμάρτηνται

(그들은) 놓쳐졌다

명령법단수 ἡμάρτησο

(너는) 놓쳐졌어라

ἡμαρτήσθω

(그는) 놓쳐졌어라

쌍수 ἡμάρτησθον

(너희 둘은) 놓쳐졌어라

ἡμαρτήσθων

(그 둘은) 놓쳐졌어라

복수 ἡμάρτησθε

(너희는) 놓쳐졌어라

ἡμαρτήσθων

(그들은) 놓쳐졌어라

부정사 ἡμάρτησθαι

놓쳐졌는 것

분사 남성여성중성
ἡμαρτημενος

ἡμαρτημενου

ἡμαρτημενη

ἡμαρτημενης

ἡμαρτημενον

ἡμαρτημενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν πᾶσι τοῖσ λόγοισ σου μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰσ τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεισ. (Septuagint, Liber Sirach 7:36)

    (70인역 성경, Liber Sirach 7:36)

유의어

  1. 실패하다

  2. 잃다

  3. 무시하다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION