- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄφοβος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: aphobos 고전 발음: [아포보] 신약 발음: [아포보]

기본형: ἄφοβος ἄφοβος ἄφοβον

형태분석: (접두사) + φοβ (어간) + ος (어미)

  1. 겁없는, 대담한
  1. fearless
  2. causing no fear

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἄφοβος

겁없는 (이)가

ἄφοβον

겁없는 (것)가

속격 ἀφόβου

겁없는 (이)의

ἀφόβου

겁없는 (것)의

여격 ἀφόβῳ

겁없는 (이)에게

ἀφόβῳ

겁없는 (것)에게

대격 ἄφοβον

겁없는 (이)를

ἄφοβον

겁없는 (것)를

호격 ἄφοβε

겁없는 (이)야

ἄφοβον

겁없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀφόβω

겁없는 (이)들이

ἀφόβω

겁없는 (것)들이

속/여 ἀφόβοιν

겁없는 (이)들의

ἀφόβοιν

겁없는 (것)들의

복수주격 ἄφοβοι

겁없는 (이)들이

ἄφοβα

겁없는 (것)들이

속격 ἀφόβων

겁없는 (이)들의

ἀφόβων

겁없는 (것)들의

여격 ἀφόβοις

겁없는 (이)들에게

ἀφόβοις

겁없는 (것)들에게

대격 ἀφόβους

겁없는 (이)들을

ἄφοβα

겁없는 (것)들을

호격 ἄφοβοι

겁없는 (이)들아

ἄφοβα

겁없는 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 ἄφοβος

ἀφόβου

겁없는 (이)의

ἀφοβώτερος

ἀφοβωτέρου

더 겁없는 (이)의

ἀφοβώτατος

ἀφοβωτάτου

가장 겁없는 (이)의

부사 ἀφόβως

ἀφοβώτερον

ἀφοβώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοι γὰρ ἐκέκτηντο ἔνθεον μὲν τὴν ἀρετήν, ἀνθρώπινον δὲ τὸ θνητόν, πολλὰ μὲν δὴ τὸ παρὸν ἐπιεικὲς τοῦ αὐθάδους δικαίου προκρίνοντες, πολλὰ δὲ νόμου ἀκριβείας λόγων ὀρθότητα, τοῦτον νομίζοντες θειότατον καὶ κοινότατον νόμων τὸ δέον ἐν τῷ δέοντι καὶ λέγειν καὶ σιγᾶν καὶ ποιεῖν, καὶ δισσὰ ἀσκήσαντες μάλιστα ὧν δεῖ, γνώμην καὶ ῥώμην, τὴν μὲν βουλεύοντες τὴν δ ἀποτελοῦντες, θεράποντες μὲν τῶν ἀδίκως δυστυχούντων, κολασταὶ δὲ τῶν ἀδίκως εὐτυχούντων, αὐθάδεις πρὸς τὸ συμφέρον, εὐόργητοι πρὸς τὸ πρέπον, τῷ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄφρον, ὑβρισταὶ εἰς τοὺς ὑβρίζοντας, κόσμιοι εἰς τοὺς κοσμίους, ἄφοβοι εἰς τοὺς ἀφόβους, δεινοὶ ἐν τοῖς δεινοῖς. (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 16)

    (디오니시오스, De Demosthene, chapter 16)

  • τὸ συνεθίζειν οὖν ἐν ταῖς ἁπλαῖς καὶ οὐ πολυτελέσι διαίταις καὶ ὑγιείας ἐστὶ συμπληρωτικὸν καὶ πρὸς τὰς ἀναγκαίας τοῦ βίου χρήσεις ἀόκνον ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῖς πολυτελέσιν ἐκ διαλειμμάτων προσερχομένους κρεῖττον ἡμᾶς διατίθησι καὶ πρὸς τὴν τύχην ἀφόβους παρασκευάζει. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 131:2)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 131:2)

유의어

  1. 겁없는

  2. causing no fear

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION