헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναμφισβήτητος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναμφισβήτητος ἀναμφισβήτητη ἀναμφισβήτητον

형태분석: ἀ (접두사) + ναμφισβητητ (어간) + ος (어미)

  1. 정복할 수 없는, 불패의, 무적의, 명쾌한, 분명한
  1. undisputed, indisputable, about which there is no dispute, well-known

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀναμφισβήτητος

정복할 수 없는 (이)가

ἀναμφισβήτήτη

정복할 수 없는 (이)가

ἀναμφισβήτητον

정복할 수 없는 (것)가

속격 ἀναμφισβητήτου

정복할 수 없는 (이)의

ἀναμφισβήτήτης

정복할 수 없는 (이)의

ἀναμφισβητήτου

정복할 수 없는 (것)의

여격 ἀναμφισβητήτῳ

정복할 수 없는 (이)에게

ἀναμφισβήτήτῃ

정복할 수 없는 (이)에게

ἀναμφισβητήτῳ

정복할 수 없는 (것)에게

대격 ἀναμφισβήτητον

정복할 수 없는 (이)를

ἀναμφισβήτήτην

정복할 수 없는 (이)를

ἀναμφισβήτητον

정복할 수 없는 (것)를

호격 ἀναμφισβήτητε

정복할 수 없는 (이)야

ἀναμφισβήτήτη

정복할 수 없는 (이)야

ἀναμφισβήτητον

정복할 수 없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀναμφισβητήτω

정복할 수 없는 (이)들이

ἀναμφισβήτήτᾱ

정복할 수 없는 (이)들이

ἀναμφισβητήτω

정복할 수 없는 (것)들이

속/여 ἀναμφισβητήτοιν

정복할 수 없는 (이)들의

ἀναμφισβήτήταιν

정복할 수 없는 (이)들의

ἀναμφισβητήτοιν

정복할 수 없는 (것)들의

복수주격 ἀναμφισβήτητοι

정복할 수 없는 (이)들이

ἀναμφισβή́τηται

정복할 수 없는 (이)들이

ἀναμφισβήτητα

정복할 수 없는 (것)들이

속격 ἀναμφισβητήτων

정복할 수 없는 (이)들의

ἀναμφισβήτητῶν

정복할 수 없는 (이)들의

ἀναμφισβητήτων

정복할 수 없는 (것)들의

여격 ἀναμφισβητήτοις

정복할 수 없는 (이)들에게

ἀναμφισβήτήταις

정복할 수 없는 (이)들에게

ἀναμφισβητήτοις

정복할 수 없는 (것)들에게

대격 ἀναμφισβητήτους

정복할 수 없는 (이)들을

ἀναμφισβήτήτᾱς

정복할 수 없는 (이)들을

ἀναμφισβήτητα

정복할 수 없는 (것)들을

호격 ἀναμφισβήτητοι

정복할 수 없는 (이)들아

ἀναμφισβή́τηται

정복할 수 없는 (이)들아

ἀναμφισβήτητα

정복할 수 없는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁμοίωσ δὲ καὶ πυρὸν καὶ ἅλα καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον ἐνδελεχῶσ κατ̓ ἐνιαυτόν, καθὼσ ἂν οἱ ἱερεῖσ οἱ ἐν Ἱερουσαλὴμ ὑπαγορεύσωσιν ἀναλίσκεσθαι καθ̓ ἡμέραν ἀναμφισβητήτωσ, (Septuagint, Liber Esdrae I 6:29)

    (70인역 성경, 에즈라기 6:29)

  • ᾧ γάρ, ἃ μὲν ὑπῆρχεν ἔξω τῶν ἀποτιμηθέντων, κατελελειτούργητο, δανειζομένῳ δ’ οὐδεὶσ ἂν ἔδωκεν ἐπ’ αὐτοῖσ ἔτι πλέον οὐδέν, ἀποδεδωκότι τὰσ μισθώσεισ ἔχειν ἐμοὶ προσῆκον ἀναμφισβητήτωσ, οὗτοι τηλικαύτην δίκην λαχόντεσ καὶ σφέτερα αὐτῶν εἶναι φάσκοντεσ ἐκώλυσάν μ’ ἐξ αὐτῶν ποιήσασθαι τὴν ἐπισκευήν. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 13 2:5)

    (디오니시오스, chapter 13 2:5)

  • τὰσ δ’ ἐκ πάθουσ τινὸσ ἢ πολιτικῆσ ἀνάγκησ ἐπιτρεχούσασ ταῖσ πράξεσιν ἁμαρτίασ καὶ κῆρασ ἐλλείμματα μᾶλλον ἀρετῆσ τινοσ ἢ κακίασ πονηρεύματα νομίζοντασ οὐ δεῖ πάνυ προθύμωσ ἐναποσημαίνειν τῇ ἱστορίᾳ καὶ περιττῶσ, ἀλλ’ ὥσπερ αἰδουμένουσ ὑπὲρ τῆσ ἀνθρωπίνησ φύσεωσ, εἰ καλὸν οὐδὲν εἰλικρινὲσ οὐδ’ ἀναμφισβήτητον εἰσ ἀρετὴν ἦθοσ γεγονὸσ ἀποδίδωσιν. (Plutarch, , chapter 2 5:1)

    (플루타르코스, , chapter 2 5:1)

  • τὸ μὲν οὖν πρῶτον μέτριοι τοῖσ πολίταισ ἦσαν καὶ προσεποιοῦντο διώκειν τὴν πάτριον πολιτείαν, καὶ τούσ τ’ Ἐφιάλτου καὶ Ἀρχεστράτου νόμουσ τοὺσ περὶ τῶν Ἀρεοπαγιτῶν καθεῖλον ἐξ Ἀρείου πάγου, καὶ τῶν Σόλωνοσ θεσμῶν ὅσοι διαμφισβητήσεισ ἔσχον, καὶ τὸ κῦροσ ὃ ἦν ἐν τοῖσ δικασταῖσ κατέλυσαν, ὡσ ἐπανορθοῦντεσ καὶ ποιοῦντεσ ἀναμφισβήτητον τὴν πολιτείαν, οἱο͂ν <τὸν> περὶ τοῦ δοῦναι τὰ ἑαυτοῦ ᾧ ἂν ἐθέλῃ κύριον ποιήσαντεσ καθάπαξ· (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 35 2:1)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 35 2:1)

  • περὶ Λυκούργου τοῦ νομοθέτου καθόλου μὲν οὐδὲν ἔστιν εἰπεῖν ἀναμφισβήτητον, οὗ γε καὶ γένοσ καὶ ἀποδημία καὶ τελευτὴ καὶ πρὸσ ἅπασιν ἡ περὶ τοὺσ νόμουσ αὐτοῦ καὶ τὴν πολιτείαν πραγματεία διαφόρουσ ἔσχηκεν ἱστορίασ, ἥκιστα δὲ οἱ χρόνοι καθ’ οὓσ γέγονεν ὁ ἀνὴρ ὁμολογοῦνται, οἱ μὲν γάρ Ἰφίτῳ συνακμάσαι καὶ συνδιαθεῖναι τὴν Ὀλυμπιακὴν ἐκεχειρίαν λέγουσιν αὐτόν, ὧν ἐστι καὶ Ἀριστοτέλησ ὁ φιλόσοφοσ, τεκμήριον προσφέρων τὸν Ὀλυμπίασι δίσκον ἐν ᾧ τοὔνομα τοῦ Λυκούργου διασώζεται καταγεγραμμένον· (Plutarch, Lycurgus, chapter 1 1:1)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 1 1:1)

  • καθ’ ἑκάστην μὲν οὖν πολιτείαν τῶν εἰρημένων ἀναμφισβήτητοσ ἡ κρίσισ τίνασ ἄρχειν δεῖ τοῖσ γὰρ κυρίοισ διαφέρουσιν ἀλλήλων, οἱο͂ν ἡ μὲν τῷ διὰ πλουσίων ἡ δὲ τῷ διὰ τῶν σπουδαίων ἀνδρῶν εἶναι, καὶ τῶν ἄλλων ἑκάστη τὸν αὐτὸν τρόπον· (Aristotle, Politics, Book 3 201:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 3 201:1)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION