ἀφίστημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀφίστημι
Structure:
ἀπ
(Prefix)
+
ί̔στᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to put away, remove, to hinder from, to frustrate, to depose, removed, from your own
- to make to revolt, move to revolt
- to weigh out, to weigh out, in full, to have, weighed out to one
- to stand away or aloof from, keep far from, to lose, to withdraw from
- to revolt from, to revolt
- to give up, to, to make way, give way, to shrink from
- to stand aloof
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπεὶ δὲ Δεινοκράτησ ὁ Μεσσήνιοσ ἐν Ῥώμῃ παρά πότον μεθυσθεὶσ ὠρχήσατο λαβὼν ἱμάτιον γυναικεῖον, τῇ δ’ ὑστεραίᾳ τὸν Τίτον ἠξίου βοηθεῖν αὐτῷ διανοουμένῳ τὴν Μεσσήνην ἀφιστάναι τῶν Ἀχαιῶν, ταῦτα μὲν ἔφη σκέψεσθαι, θαυμάζειν δὲ ἐκεῖνον, εἰ τηλικαύταισ ἐπικεχειρηκὼσ πράξεσιν ὀρχεῖσθαι δύναται παρά πότον καὶ ᾄδειν. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 17 3:1)
- ὁ δέ, Λαμάχου μὲν ἄντικρυσ ἀξιοῦντοσ πλεῖν ἐπὶ Συρακούσασ καὶ μάχην ἔγγιστα τῆσ πόλεωσ τιθέναι, Ἀλκιβιάδου δὲ τὰσ πόλεισ ἀφιστάναι Συρακουσίων, εἶθ’ οὕτωσ ἐπ’ αὐτοὺσ βαδίζειν, τὰ ἐναντία λέγων καὶ κελεύων ἀτρέμα παρὰ τὴν Σικελίαν κομιζομένουσ καὶ περιπλέοντασ ἐπιδείξασθαι τὰ ὅπλα καὶ τὰσ τριήρεισ, εἶτ’ ἀποπλεῖν Ἀθήναζε μικρὸν τῆσ δυνάμεωσ Αἰγεστεῦσιν ἀπαρξαμένουσ, αὐτίκα τε τὴν γνώμην ὑπεξέλυσε καὶ κατέβαλε τὸ φρόνημα τῶν ἀνδρῶν. (Plutarch, , chapter 14 3:1)
- ἔτι δὲ καὶ δοθῆναι αὐτῷ ταύτην τὴν ἄδειαν, περιπλέοντι καὶ ὁρμιζομένῳ εἰσ τὰσ νήσουσ ἐπὶ προφάσει τῇ τῶν λῃστῶν φυλακῇ διαφθείρειν τοὺσ νησιώτασ καὶ ἀφιστάναι ὑμῶν, καὶ μὴ μόνον τοὺσ φυγάδασ τοὺσ παρ’ ἑαυτοῦ εἰσ Θάσον κεκομικέναι διὰ τῶν ὑμετέρων στρατηγῶν, ἀλλὰ καὶ τὰσ ἄλλασ νήσουσ οἰκειώσασθαι, συμπέμπων τοὺσ συμπλευσομένουσ μετὰ τῶν στρατηγῶν τῶν ὑμετέρων ὡσ κοινωνήσοντασ τῆσ κατὰ θάλατταν φυλακῆσ. (Demosthenes, Speeches, 20:1)
- ἐξανισταμένων δὲ καὶ ὑποχωρούντων ὅσοι τὰ Κάρβωνοσ ἐφρόνουν, τῶν δὲ ἄλλων ἀσμένωσ ἐπιδιδόντων αὑτούσ, οὕτω κατανείμασ ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ τρία τάγματα τέλεια, καὶ τροφὴν πορίσασ καὶ σκευαγωγὰ καὶ ἁμάξασ καὶ τὴν ἄλλην πᾶσαν παρασκευήν, ἦγε πρὸσ Σύλλαν, οὐκ ἐπειγόμενοσ οὐδὲ τὸ λαθεῖν ἀγαπῶν, ἀλλὰ διατρίβων καθ’ ὁδὸν ἐν τῷ κακῶσ ποιεῖν τοὺσ πολεμίουσ, καὶ πᾶν ὅσον ἐπῄει τῆσ Ἰταλίασ πειρώμενοσ ἀφιστάναι τοῦ Κάρβωνοσ. (Plutarch, Pompey, chapter 6 4:1)
- Ἐστὶ δὲ ἐκ τῶνδε τὸ φάρμακον ποιεύμενον‧ ἐλλεβόρου μέλανοσ, σανδαράχησ, λεπίδοσ, μολίβδου κεκαυμένου σὺν πολλῷ θείῳ, ἀῤῬενικοῦ, κανθαρίδοσ‧ τούτῳ ὁποίῳ δοκέει συντεθέντι χρῆσθαι‧ ἡ δὲ δίεσισ, κεδρίνῳ ἐλαίῳ‧ ἐπειδὰν δὲ ἅλισ ἔχῃ ἐπαλείφοντι, ἐκβάλλειν τὸ φάρμακον, ἐπιπάσσων ἄρον ἑφθὸν λεῖον, ἢ τρίβων ξηρὸν τῷ μέλιτι δεύων‧ καὶ ἢν ξηρῷ χρῇ τῷ καρικῷ τούτῳ, χρὴ ἀφιστάναι τὸ φάρμακον ἐπιπάσσων. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 16.2)
Synonyms
-
to weigh out
- ἀπέχω (to have or receive in full)
-
to revolt from
-
to give up
-
to stand aloof
Derived
- ἀμφίστημι (to place round, to stand around)
- ἀνθίστημι (to set against, to set up in opposition, to match with)
- ἀνίστημι ( to make to stand up, raise up, to raise from sleep)
- ἀντανίστημι (to set up against, to rise up against)
- ἀντικαθίστημι (to lay down or establish instead, substitute, replace)
- ἀποκαθίστημι (to re-establish, restore, reinstate)
- διίστημι (to set apart, to place separately, separate)
- ἐγκαθίστημι (to place or establish in, to place as a garrison in, to be established in)
- ἐνίστημι (to put, set, place in)
- ἐξανίστημι (to raise up: to make one rise, bid one, rise)
- ἐξίστημι ( I displace; I change, I drive one out of their senses; I amaze, excite)
- ἐπανίστημι (to set up again, to make to rise against, to stand up after)
- ἐφίστημι (, I set or place upon, I set over)
- ἵστημι ( to make to stand, to stand, set)
- καθίστημι (, I set down, stop)
- μεθίστημι (to place in another way, to change, I will give)
- παρακαθίστημι (to station or establish beside)
- παρανίστημι (to set up beside, to stand up beside)
- παρίστημι ( I cause to stand by, I place beside, I set before the mind)
- περιίστημι (to place round, to bring round, to bring)
- προίστημι (to set before or in front, to set over, to put)
- προκαθίστημι (to set before;, having been set beforehand)
- προσίστημι (to place near, bring near, to stand near to or by)
- προσκαθίστημι (to appoint besides)
- συγκαθίστημι (to bring into place together, to join in setting up, settling)
- συμπαρίστημι (to place beside one also, to stand beside, assist)
- συνανίστημι (to make to stand up or rise together, to assist in restoring, to rise at the same time)
- συναφίστημι (to draw into revolt together, to fall off or revolt along with)
- συνεφίστημι (to set on the watch together, make attentive, to attend to)
- συνίστημι (to set together, combine, associate)
- ὑφίστημι (to place or set under, plants, to support)