- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ζηλότυπος?

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration: zēlotypos

Principal Part: ζηλότυπος ζηλότυπος ζηλότυπον

Structure: ζηλοτυπ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: τύπτω

Sense

  1. jealous, eager

Examples

  • ἢν μὲν γὰρ ζηλότυπον αὐτὸν ὄντα ἴδωσι, Διένευσε, φασί, τῇ γυναικί σου παρὰ τὸ δεῖπνον καὶ ἀπιδὼν ἐς αὐτὴν ἐστέναξε, καὶ ἡ Στρατονίκη πρὸς αὐτὸν οὐ μάλα ἀηδῶς: (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 14:2)
  • τοῦτο αἰσθόμενος ὁ πατήρ, ἄγριός τις καὶ ζηλότυπος γέρων, ἠγανάκτησε καὶ ὑπό τινος μεμοιχεῦσθαι οἰηθεὶς αὐτὴν ἐμβάλλει ἐς τὴν κιβωτὸν ἄρτι τετοκυῖαν. (Lucian, Dialogi Marini, doris and thetis, chapter 1 1:5)
  • ταύτην οὖν ἀποκλείουσιν καὶ ζηλοτύπως φυλάττουσιν τὰ δὲ ἄλλα ἐπ ἐλπίδος ἀεὶ τὸν ἐραστὴν ἔχουσιν. (Lucian, De mercede, (no name) 7:5)
  • οὕτω σφόδρα ζηλότυπος ὁ νεανίσκος ἦν. (Aristophanes, Plutus, Episode 1:10)
  • λυπῆσαί τις θέλων τὸν Χαρῖνον ἐπέγραψε ζηλότυπον ὄντα εἰδώς: (Lucian, Dialogi meretricii, 3:8)
  • ἢν μὲν γὰρ καὶ ζηλότυπός τις ᾖ καὶ παῖδες εὔμορφοι ὦσιν ἢ νέα γυνὴ καὶ σὺ μὴ παντελῶς πόρρω Ἀφροδίτης καὶ Χαρίτων ᾖς, οὐκ ἐν εἰρήνῃ τὸ πρᾶγμα οὐδὲ ὁ κίνδυνος εὐκαταφρόνητος. (Lucian, De mercede, (no name) 29:1)
  • τὴν μὲν γὰρ Σεμέλην ὑπελθοῦσα ἡ Ἥρα - οἶσθα ὡς ζηλότυπός ἐστι - πείθει αἰτῆσαι παρὰ τοῦ Διὸς μετὰ βροντῶν καὶ ἀστραπῶν ἥκειν παῤ αὐτήν: (Lucian, Dialogi deorum, 4:5)
  • προσέτι γὰρ καὶ ζηλότυπός ἐστιν, ὃς καὶ πενόμενος ἔτι πολὺ ἀφόρητος ἦν: (Lucian, Dialogi meretricii, 3:3)

Synonyms

  1. jealous

Related

명사

형용사

동사

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION