Ancient Greek-English Dictionary Language

ψεύδομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: ψεύδομαι

Structure: ψεύδ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. I lie, tell lies

Examples

  • μάλιστα δὲ ἐπολέμει τοῖσ οὐ πρὸσ ἀλήθειαν ἀλλὰ πρὸσ ἐπίδειξιν φιλοσοφοῦσιν ἕνα γοῦν ἰδὼν Κυνικὸν τρίβωνα μὲν καὶ πήραν ἔχοντα, ἀντὶ δὲ τῆσ βακτηρίασ ὕπερον, καὶ κεκραγότα καὶ λέγοντα ὅτι Ἀντισθένουσ καὶ Κράτητοσ καὶ Διογένουσ ἐστὶ ζηλωτήσ, Μὴ ψεύδου, ἔφη, σὺ γὰρ Ὑπερείδου μαθητὴσ ὢν τυγχάνεισ. (Lucian, (no name) 48:1)
  • μὴ ψεύδου. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. b'. SOLWN 16:3)

Synonyms

  1. I lie

Related

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION