- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χρόνος?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: chronos 고전 발음: [로노] 신약 발음: [로노]

기본형: χρόνος χρόνου

형태분석: χρον (어간) + ος (어미)

  1. 시간
  2. 기간, 시대
  3. 평생, 일생
  4. 지연, 짧은 시간
  5. 시제
  1. time (in the abstract sense)
  2. specific time, period, term
  3. lifetime
  4. delay
  5. (grammar) tense

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χρόνος

시간이

χρόνω

시간들이

χρόνοι

시간들이

속격 χρόνου

시간의

χρόνοιν

시간들의

χρόνων

시간들의

여격 χρόνῳ

시간에게

χρόνοιν

시간들에게

χρόνοις

시간들에게

대격 χρόνον

시간을

χρόνω

시간들을

χρόνους

시간들을

호격 χρόνε

시간아

χρόνω

시간들아

χρόνοι

시간들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὰ κατ᾿ αὐτὸν δέ ἀναγέγραπται ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις, περὶ τῶν ἡμαρτηκότων καὶ ἠσεβηκότων εἰς τὸν Κύριον παρὰ πᾶν ἔθνος καὶ βασιλείαν, καὶ ἃ ἐλύπησαν αὐτὸν ἐν αἰσθήσει, καὶ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου ἀνέστησαν ἐπὶ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Esdrae I 1:22)

    (70인역 성경, 에즈라기 1:22)

  • Ἐν δὲ τοῖς ἐπὶ Ἀρταξέρξου τῶν Περσῶν βασιλέως χρόνοις κατέγραψαν αὐτῷ κατὰ τῶν κατοικούντων ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Ἱερουσαλὴμ Βήλεμος καὶ Μιθραδάτης καὶ Ταβέλλιος καὶ Ράθυμος καὶ Βεέλτεθμος καὶ Σαμέλλιος ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ τούτοις συντασσόμενοι, οἰκοῦντες δὲ ἐν Σαμαρείᾳ καὶ τοῖς ἄλλοις τόποις, τὴν ὑπογεγραμμένην ἐπιστολήν. (Septuagint, Liber Esdrae I 2:15)

    (70인역 성경, 에즈라기 2:15)

  • Ἄλκιμος δέ τις προγενόμενος ἀρχιερεύς, ἑκουσίως δὲ μεμολυμμένος ἐν τοῖς τῆς ἐπιμειξίας χρόνοις, συννοήσας ὅτι καθ᾿ ὁντιναοῦν τρόπον οὐκ ἔστιν αὐτῷ σωτηρία, οὐδὲ πρὸς ἅγιον θυσιαστήριον ἔτι πρόσοδος, (Septuagint, Liber Maccabees II 14:3)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 14:3)

  • ἦν γὰρ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις τῆς ἀμειξίας κρίσιν εἰσενηνεγμένος Ἰουδαϊσμοῦ, καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν ὑπὲρ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ παραβεβλημένος μετὰ πάσης ἐκτενίας. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:38)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 14:38)

  • ἐν γὰρ δὴ τοῖς πρὸ ἡμῶν χρόνοις ἡ μὲν ἀρχαία καὶ φιλόσοφος ῥητορικὴ προπηλακιζομένη καὶ δεινὰς ὕβρεις ὑπομένουσα κατελύετο, ἀρξαμένη μὲν ἀπὸ τῆς Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος τελευτῆς ἐκπνεῖν καὶ μαραίνεσθαι κατ ὀλίγον, ἐπὶ δὲ τῆς καθ ἡμᾶς ἡλικίας μικροῦ δεήσασα εἰς τέλος ἠφανίσθαι: (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 12)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 12)

유의어

  1. 시간

  2. 평생

  3. 지연

관련어

명사

형용사

동사

부사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION