- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακλυσμός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: kataklysmos 고전 발음: [까따] 신약 발음: [까따]

기본형: κατακλυσμός κατακλυσμοῦ

형태분석: κατακλυσμ (어간) + ος (어미)

  1. 홍수, 한물, 대홍수
  2. 홍수, 대홍수
  1. flood, inundation
  2. (metaphoric) deluge (e.g. a political deluge)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κατακλυσμός

홍수가

κατακλυσμώ

홍수들이

κατακλυσμοί

홍수들이

속격 κατακλυσμοῦ

홍수의

κατακλυσμοῖν

홍수들의

κατακλυσμῶν

홍수들의

여격 κατακλυσμῷ

홍수에게

κατακλυσμοῖν

홍수들에게

κατακλυσμοῖς

홍수들에게

대격 κατακλυσμόν

홍수를

κατακλυσμώ

홍수들을

κατακλυσμούς

홍수들을

호격 κατακλυσμέ

홍수야

κατακλυσμώ

홍수들아

κατακλυσμοί

홍수들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ δὲ ἰδοὺ ἐπάγω τὸν κατακλυσμόν, ὕδωρ ἐπὶ τὴν γῆν καταφθεῖραι πᾶσαν σάρκα, ἐν ᾗ ἐστι πνεῦμα ζωῆς, ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ὅσα ἐὰν ᾖ ἐπὶ τῆς γῆς, τελευτήσει. (Septuagint, Liber Genesis 6:17)

    (70인역 성경, 창세기 6:17)

  • Νῶε δὲ ἦν ἐτῶν ἑξακοσίων, καὶ ὁ κατακλυσμὸς τοῦ ὕδατος ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Genesis 7:6)

    (70인역 성경, 창세기 7:6)

  • καὶ ἐγένετο μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας καὶ τὸ ὕδωρ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Genesis 7:10)

    (70인역 성경, 창세기 7:10)

  • Καὶ ἐγένετο ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Genesis 7:17)

    (70인역 성경, 창세기 7:17)

  • καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἀποθανεῖται πᾶσα σὰρξ ἔτι ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ κατακλυσμοῦ, καὶ οὐκ ἔτι ἔσται κατακλυσμὸς ὕδατος τοῦ καταφθεῖραι πᾶσαν τὴν γῆν. (Septuagint, Liber Genesis 9:11)

    (70인역 성경, 창세기 9:11)

  • γνῶσις σοφοῦ ὡς κατακλυσμὸς πληθυνθήσεται καὶ ἡ βουλὴ αὐτοῦ ὡς πηγὴ ζωῆς. (Septuagint, Liber Sirach 21:13)

    (70인역 성경, Liber Sirach 21:13)

  • ἡ εὐλογία αὐτοῦ ὡς ποταμὸς ἐπεκάλυψε, καὶ ὡς κατακλυσμὸς ξηρὰν ἐμέθυσεν. (Septuagint, Liber Sirach 39:22)

    (70인역 성경, Liber Sirach 39:22)

유의어

  1. 홍수

  2. 홍수

관련어

명사

형용사

동사

수사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION