헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακλυσμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακλυσμός κατακλυσμοῦ

형태분석: κατακλυσμ (어간) + ος (어미)

  1. 홍수, 한물, 대홍수
  2. 홍수, 대홍수
  1. flood, inundation
  2. (metaphoric) deluge (e.g. a political deluge)

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κατακλυσμός

홍수가

κατακλυσμώ

홍수들이

κατακλυσμοί

홍수들이

속격 κατακλυσμοῦ

홍수의

κατακλυσμοῖν

홍수들의

κατακλυσμῶν

홍수들의

여격 κατακλυσμῷ

홍수에게

κατακλυσμοῖν

홍수들에게

κατακλυσμοῖς

홍수들에게

대격 κατακλυσμόν

홍수를

κατακλυσμώ

홍수들을

κατακλυσμούς

홍수들을

호격 κατακλυσμέ

홍수야

κατακλυσμώ

홍수들아

κατακλυσμοί

홍수들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὑπὲρ ταύτησ προσεύξεται πρὸσ σὲ πᾶσ ὅσιοσ ἐν καιρῷ εὐθέτῳ. πλὴν ἐν κατακλυσμῷ ὑδάτων πολλῶν πρὸσ αὐτὸν οὐκ ἐγγιοῦσι. (Septuagint, Liber Psalmorum 31:6)

    (70인역 성경, 시편 31:6)

  • διαθῆκαι αἰῶνοσ ἐτέθησαν πρὸσ αὐτόν, ἵνα μὴ ἐξαλειφθῇ κατακλυσμῷ πᾶσα σάρξ. ‐ (Septuagint, Liber Sirach 44:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 44:18)

  • καὶ ἐν κατακλυσμῷ πορείασ συντέλειαν ποιήσεται τούσ ἐπεγειρομένουσ, καὶ τοὺσ ἐχθροὺσ αὐτοῦ διώξεται σκότοσ. (Septuagint, Prophetia Nahum 1:8)

    (70인역 성경, 나훔서 1:8)

  • καὶ μετὰ τὰσ ἑβδομάδασ τὰσ ἑξηκονταδύο ἐξολοθρευθήσεται χρῖσμα, καὶ κρίμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. καὶ τὴν πόλιν καὶ τὸ ἅγιον διαφθερεῖ σὺν τῷ ἡγουμένῳ τῷ ἐρχομένῳ καὶ ἐκκοπήσονται ἐν κατακλυσμῷ, καὶ ἕωσ τέλουσ πολέμου συντετμημένου τάξει ἀφανισμοῖσ. (Septuagint, Prophetia Danielis 9:26)

    (70인역 성경, 다니엘서 9:26)

  • καθάπερ γὰρ ἡ Νῶε κιβωτὸσ ἐν τῷ κοσμοπληθεῖ κατακλυσμῷ κοσμοφοροῦσα καρτερῶσ ὑπήνεγκε τοὺσ κλύδωνασ, (Septuagint, Liber Maccabees IV 15:31)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 15:31)

유의어

  1. 홍수

  2. 홍수

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION