헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑψηλός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑψηλός

형태분석: ὑψηλ (어간) + ος (어미)

어원: u(/yi

  1. 높은, 짙은, 향상된
  2. 높은, 자랑스러운, 짙은, 향상된, 고양된
  3. 숭고한, 멋진
  1. high, lofty
  2. (figuratively) high, lofty, stately, proud
  3. (of persons)
  4. (of poets) sublime

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ὑψηλός

높은 (이)가

ὑψηλή

높은 (이)가

ύ̔ψηλον

높은 (것)가

속격 ὑψηλοῦ

높은 (이)의

ὑψηλῆς

높은 (이)의

ὑψήλου

높은 (것)의

여격 ὑψηλῷ

높은 (이)에게

ὑψηλῇ

높은 (이)에게

ὑψήλῳ

높은 (것)에게

대격 ὑψηλόν

높은 (이)를

ὑψηλήν

높은 (이)를

ύ̔ψηλον

높은 (것)를

호격 ὑψηλέ

높은 (이)야

ὑψηλή

높은 (이)야

ύ̔ψηλον

높은 (것)야

쌍수주/대/호 ὑψηλώ

높은 (이)들이

ὑψηλᾱ́

높은 (이)들이

ὑψήλω

높은 (것)들이

속/여 ὑψηλοῖν

높은 (이)들의

ὑψηλαῖν

높은 (이)들의

ὑψήλοιν

높은 (것)들의

복수주격 ὑψηλοί

높은 (이)들이

ὑψηλαί

높은 (이)들이

ύ̔ψηλα

높은 (것)들이

속격 ὑψηλῶν

높은 (이)들의

ὑψηλῶν

높은 (이)들의

ὑψήλων

높은 (것)들의

여격 ὑψηλοῖς

높은 (이)들에게

ὑψηλαῖς

높은 (이)들에게

ὑψήλοις

높은 (것)들에게

대격 ὑψηλούς

높은 (이)들을

ὑψηλᾱ́ς

높은 (이)들을

ύ̔ψηλα

높은 (것)들을

호격 ὑψηλοί

높은 (이)들아

ὑψηλαί

높은 (이)들아

ύ̔ψηλα

높은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ΚΑΙ ἀνηγγέλη Ὀλοφέρνῃ ἀρχιστρατήγῳ δυνάμεωσ Ἀσσοὺρ διότι οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ παρεσκευάσαντο εἰσ πόλεμον καὶ τὰσ διόδουσ τῆσ ὀρεινῆσ συνέκλεισαν καὶ ἐτείχισαν πᾶσαν κορυφὴν ὄρουσ ὑψηλοῦ καὶ ἔθηκαν ἐν τοῖσ πεδίοισ σκάνδαλα. (Septuagint, Liber Iudith 5:1)

    (70인역 성경, 유딧기 5:1)

  • ἀπέστειλε τοὺσ ἑαυτῆσ δούλουσ συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματοσ ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα. (Septuagint, Liber Proverbiorum 9:3)

    (70인역 성경, 잠언 9:3)

  • Ἐὰν συκοφαντίαν πένητοσ καὶ ἁρπαγὴν κρίματοσ καὶ δικαιοσύνησ ἴδῃσ ἐν χώρᾳ, μὴ θαυμάσῃσ ἐπὶ τῷ πράγματι. ὅτι ὑψηλὸσ ἐπάνω ὑψηλοῦ φυλάξαι, καὶ ὑψηλοὶ ἐπ̓ αὐτοῖσ. (Septuagint, Liber Ecclesiastes 5:7)

    (70인역 성경, 코헬렛 5:7)

  • ΚΑΙ ἐγένετο τοῦ ἐνιαυτοῦ, οὗ ἀπέθανεν Ὀζίασ ὁ βασιλεύσ, εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπῃρμένου, καὶ πλήρησ ὁ οἶκοσ τῆσ δόξησ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Isaiae 6:1)

    (70인역 성경, 이사야서 6:1)

  • καὶ ἔσται τὸ ἄνθοσ τὸ ἐκπεσὸν τῆσ ἐλπίδοσ τῆσ δόξησ ἐπ̓ ἄκρου τοῦ ὄρουσ τοῦ ὑψηλοῦ ὡσ πρόδρομοσ σύκου, ὁ ἰδὼν αὐτό, πρὶν ἢ εἰσ τὴν χεῖραν αὐτοῦ λαβεῖν, θελήσει αὐτὸ καταπιεῖν. (Septuagint, Liber Isaiae 28:4)

    (70인역 성경, 이사야서 28:4)

유의어

  1. 높은

  2. 높은

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION