헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βουνός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βουνός βουνοῦ

형태분석: βουν (어간) + ος (어미)

  1. 언덕, 메, 더미
  2. 두덩, 언덕
  3. 제단, 분향소
  1. hill, heap
  2. mound
  3. altar
  4. blood clot

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βουνός

언덕이

βουνώ

언덕들이

βουνοί

언덕들이

속격 βουνοῦ

언덕의

βουνοῖν

언덕들의

βουνῶν

언덕들의

여격 βουνῷ

언덕에게

βουνοῖν

언덕들에게

βουνοῖς

언덕들에게

대격 βουνόν

언덕을

βουνώ

언덕들을

βουνούς

언덕들을

호격 βουνέ

언덕아

βουνώ

언덕들아

βουνοί

언덕들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶπε δὲ Ἰακὼβ τοῖσ ἀδελφοῖσ αὐτοῦ. συλλέγετε λίθουσ. καὶ συνέλεξαν λίθουσ καὶ ἐποίησαν βουνόν, καὶ ἔφαγον ἐκεῖ ἐπὶ τοῦ βουνοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 31:46)

    (70인역 성경, 창세기 31:46)

  • καὶ εἶπεν αὐτῷ Λάβαν. ὁ βουνὸσ οὗτοσ μαρτυρεῖ ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ σήμερον. (Septuagint, Liber Genesis 31:47)

    (70인역 성경, 창세기 31:47)

  • καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Λάβαν Βουνὸσ τῆσ μαρτυρίασ. Ἰακὼβ δὲ ἐκάλεσεν αὐτὸν Βουνὸσ μάρτυσ. εἶπε δὲ Λάβαν τῷ Ἰακώβ. ἰδοὺ ὁ βουνὸσ οὗτοσ καὶ ἡ στήλη, ἣν ἔστησα ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ, μαρτυρεῖ ὁ βουνὸσ οὗτοσ, καὶ μαρτυρεῖ ἡ στήλη αὕτη. διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ, Βουνὸσ μαρτυρεῖ. (Septuagint, Liber Genesis 31:48)

    (70인역 성경, 창세기 31:48)

유의어

  1. 언덕

  2. 두덩

  3. 제단

  4. blood clot

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION