- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὄχθος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: ochthos 고전 발음: [옥토] 신약 발음: [옥토]

기본형: ὄχθος

어원: later form of ὄχθη

  1. 언덕, 강둑, 은행, 메
  1. a bank, hill, a barrow or mound

예문

  • ἔστιν δ Ἄρεώς τις ὄχθος, οὗ πρῶτον θεοὶ ἕζοντ ἐπὶ ψήφοισιν αἵματος πέρι, Ἁλιρρόθιον ὅτ ἔκταν ὠμόφρων Ἄρης, μῆνιν θυγατρὸς ἀνοσίων νυμφευμάτων, πόντου κρέοντος παῖδ, ἵν εὐσεβεστάτη ψῆφος βεβαία τ ἐστὶν ἔκ τε τοῦ θεοῖς. (Euripides, episode, anapests 2:6)

    (에우리피데스, episode, anapests 2:6)

  • ἦ φίλος ἁνήρ, φίλος ὄχθος: (Aeschylus, Persians, choral, strophe 21)

    (아이스킬로스, 페르시아인들, choral, strophe 21)

  • καὶ πρὸς μεσημβρίαν μὲν ἔκλινεν, ὁ νότιος δ αὐτῆς ὄχθος εἰς ἄπειρον ὕψος ἀνατείνων ἄκρα τῆς πόλεως ἦν, ἀτείχιστος δὲ ὑπὲρ αὐτὴν κρημνὸς εἰς τὴν βαθυτάτην κατατείνων φάραγγα: (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 10:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 10:1)

  • αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ τετειχισμένον πετρώδης ὄχθος ἐστὶν εἰς μήκιστον ὕψος ἐγηγερμένος, ὡς εἶναι καὶ διὰ τοῦτο δυσχείρωτος, μεμηχάνηται δ ὑπὸ τῆς φύσεως εἶναι μηδὲ προσιτός: (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 192:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 192:1)

유의어

  1. 언덕

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION