헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δρίος

2군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δρίος

어원: From same Root as dru=s.

  1. 나무, 숲, 목재, 덤불, 관목
  1. a copse, wood, thicket, copse-

예문

  • τάνδε κατ’ εὔδενδρον στείβων δρίοσ εἴρυσα χειρὶ πτώσσουσαν βρομίησ οἰνάδοσ ἐν πετάλοισ, ὄφρα μοι εὐερκεῖ καναχὰν δόμῳ ἔνδοθι θείη, τερπνὰ δι’ ἀγλώσσου φθεγγομένα στόματοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1931)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1931)

  • οὐκέτ’ ἀν’ ὑλῆεν δρίοσ εὔσκιον, ἀγρότα πέρδιξ, ἠχήεσσαν ἱήσ γῆρυν ἀπὸ στομάτων, θηρεύων βαλιοὺσ συνομήλικασ ἐν νομῷ ὕλησ· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2031)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2031)

  • ἔνθ’ ἀναβάσ, ὅθι τε δρίοσ ἦν πολυανθέοσ ὕλησ, κείμην πεπτηώσ. (Homer, Odyssey, Book 14 26:17)

    (호메로스, 오디세이아, Book 14 26:17)

  • διόπερ πορρωτέρω πλευσάντων αὐτῶν, καὶ ἀπὸ μὲν τῆσ Εὐβοίασ ἀποκρουσθέντων, τῇ δὲ Θετταλίᾳ προσενεχθέντων, οἱ περὶ τὸν Βούτην ἀποβάντεσ ἐπὶ τὴν χώραν περιέτυχον ταῖσ Διονύσου τροφοῖσ περὶ τὸ καλούμενον Δρίοσ τῷ θεῷ ὀργιαζούσαισ ἐν τῇ Φθιώτιδι Ἀχαϊᾴ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 50 4:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 50 4:2)

  • ὁρμησάντων δὲ τῶν περὶ τὸν Βούτην, αἱ μὲν ἄλλαι ῥίψασαι τὰ ἱερὰ εἰσ θάλατταν ἔφυγον, αἱ δ’ εἰσ ὄροσ τὸ καλούμενον Δρίοσ· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 50 5:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 50 5:1)

유의어

  1. 나무

관련어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION