Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑποχωρέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑποχωρέω ὑποχωρήσομαι

Structure: ὑπο (Prefix) + χωρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to go back, retire, recoil
  2. to retire from, to withdraw from, to give way to
  3. to avoid, shun
  4. to go on in succession

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποχώρω ὑποχώρεις ὑποχώρει
Dual ὑποχώρειτον ὑποχώρειτον
Plural ὑποχώρουμεν ὑποχώρειτε ὑποχώρουσιν*
SubjunctiveSingular ὑποχώρω ὑποχώρῃς ὑποχώρῃ
Dual ὑποχώρητον ὑποχώρητον
Plural ὑποχώρωμεν ὑποχώρητε ὑποχώρωσιν*
OptativeSingular ὑποχώροιμι ὑποχώροις ὑποχώροι
Dual ὑποχώροιτον ὑποχωροίτην
Plural ὑποχώροιμεν ὑποχώροιτε ὑποχώροιεν
ImperativeSingular ὑποχῶρει ὑποχωρεῖτω
Dual ὑποχώρειτον ὑποχωρεῖτων
Plural ὑποχώρειτε ὑποχωροῦντων, ὑποχωρεῖτωσαν
Infinitive ὑποχώρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποχωρων ὑποχωρουντος ὑποχωρουσα ὑποχωρουσης ὑποχωρουν ὑποχωρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ὑποχώρουμαι ὑποχώρει, ὑποχώρῃ ὑποχώρειται
Dual ὑποχώρεισθον ὑποχώρεισθον
Plural ὑποχωροῦμεθα ὑποχώρεισθε ὑποχώρουνται
SubjunctiveSingular ὑποχώρωμαι ὑποχώρῃ ὑποχώρηται
Dual ὑποχώρησθον ὑποχώρησθον
Plural ὑποχωρώμεθα ὑποχώρησθε ὑποχώρωνται
OptativeSingular ὑποχωροίμην ὑποχώροιο ὑποχώροιτο
Dual ὑποχώροισθον ὑποχωροίσθην
Plural ὑποχωροίμεθα ὑποχώροισθε ὑποχώροιντο
ImperativeSingular ὑποχώρου ὑποχωρεῖσθω
Dual ὑποχώρεισθον ὑποχωρεῖσθων
Plural ὑποχώρεισθε ὑποχωρεῖσθων, ὑποχωρεῖσθωσαν
Infinitive ὑποχώρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ὑποχωρουμενος ὑποχωρουμενου ὑποχωρουμενη ὑποχωρουμενης ὑποχωρουμενον ὑποχωρουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • πότερον, ὡσ Θεόφραστοσ οἰέται, τῷ ψυχρῷ τὸ θερμὸν ὑποχωροῦν ἀντιπεριίσταται καὶ θερμότερα ποιεῖ τὰ ἐν βάθει τῆσ θαλάττησ, ὥσπερ τῆσ γῆσ· (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 132)
  • ὃ δὴ μαρτυροῦσαν ἔχει τὴν αἴσθησιν ὁρῶμεν γὰρ ἔτι νῦν ἐπιφέροντι τῷ ποταμῷ νέαν ἰλὺν καὶ προάγοντι τὴν γῆν κατὰ μικρὸν ὑποχωροῦν ὀπίσω τὸ πέλαγοσ, καὶ τὴν θάλασσαν, ὕψοσ τῶν ἐν βάθει λαμβανόντων διὰ τὰσ· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 40 5:2)
  • εἰ μὲν γὰρ μὴ πολὺ μὲν Καταδούπων ἄνω, πολὺ δ’ ὧν ἴσμεν τόπων ἔτι τὴν ἐπίδοσιν κατῆγεν ὁ Νεῖλοσ, τάχ’ ἄν τισ προσεῖτο τὴν ὑπόνοιαν ὡσ ἄρα ἐκ τοῦ Λιβυκοῦ ὄρουσ καὶ τοῦ Ἀραβίου τὸ ὕδωρ ὑποχωροῦν εἰσ τὸ κάτω πληροῖ τὴν Αἴγυπτον μέσην τε καὶ κοίλην οὖσαν, ἅ φησιν ἐκεῖνοσ τὴν θέρμην αἰτιώμενοσ. (Aristides, Aelius, Orationes, 18:9)

Synonyms

  1. to go back

  2. to retire from

  3. to avoid

  4. to go on in succession

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION