προσχωρέω?
ε-contract Verb;
Transliteration: proschōreō
Principal Part:
προσχωρέω
προσχωρήσομαι
Structure:
προς
(Prefix)
+
χωρέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to go to, approach
- to come or go over to, come in, join
- to accede, to make concessions
- to approach, to agree with, be like
- to put faith in, believe
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τότε μὲν οὖν παρήνεγκε τὸ ῥηθέν, οὐδὲ ἄλλως πολὺ νέμων πίστεως ἱεροῖς καὶ μαντεύμασιν, ἀλλὰ τῷ λογισμῷ χρώμενος, ἐπεὶ δὲ ὕστερον εὖ χωροῦντι τῷ πολέμῳ συναγαγὼν ὁ Ἀντίγονος ἑστίασιν ἐν Κορίνθῳ καὶ πολλοὺς ὑποδεχόμενος τὸν Ἄρατον ἐπάνω κατέκλινεν ἑαυτοῦ, καὶ μετὰ μικρὸν αἰτήσας περιβόλαιον ἠρώτησεν εἰ δοκεῖ κἀκείνῳ ψῦχος εἶναι, τοῦ δὲ καὶ πάνυ ῥιγοῦν φήσαντος, ἐκέλευσε προσχωρεῖν ἐγγυτέρω καὶ δάπιδος κομισθείσης ἀμφοτέρους ὁμοῦ περιέβαλον οἱ παῖδες, τότε δὴ τὸν Ἄρατον ἀναμνησθέντα τῶν ἱερῶν ἐκείνων γέλως ἔλαβε, καὶ διηγεῖτο τῷ βασιλεῖ τὸ σημεῖον καὶ τὴν προαγόρευσιν. (Plutarch, Aratus, chapter 43 4:4)
- καὶ πτεροφόροι συνεχῶς ἐφοίτων ἀεί τι προσχωρεῖν ἐκείνῳ φράζοντες, ἕτεροι δὲ τὰ Παννονικὰ καὶ τὰ Δαλματικὰ καὶ τὰ περὶ Μυσίαν στρατεύματα δηλοῦντες ᾑρῆσθαι μετὰ τῶν ἡγεμόνων Ὄθωνα. (Plutarch, Otho, chapter 4 1:3)
- τῶν δὲ ἱππέων οἱ διαφυγόντες ἀπὸ τῆς μάχης, ἀριθμὸς οὐκ εὐκαταφρόνητος, προσελάσαντες τῇ Ἰτύκῃ πέμπουσι πρὸς τὸν Κάτωνα τρεῖς ἄνδρας οὐ τὴν αὐτὴν γνώμην ἀπὸ πάντων ἔχοντας, οἱ μὲν γὰρ ἀπιέναι πρὸς Ιὄβαν, οἱ δὲ τῷ Κάτωνι προσχωρεῖν ὡρ´μηντο, τοὺς δὲ καὶ δέος εἶχεν εἰς Ἰτύκην παριέναι. (Plutarch, Cato the Younger, chapter 62 1:2)
- "τε σειόμενα, προσχωρεῖν ἀεὶ τὰ ὅμοια τοῖς ὁμοίοις, ἄλλην τε χώραν ἄλλα ἴσχειν πρὶν ἐξ αὐτῶν γενέσθαι τὸ πᾶν διακοσμηθέν οὕτως οὖν τῆς ὕλης ἐχούσης ὡς ἔχειν τὸ πᾶν εἰκός, οὗ θεὸς ἄπεστιν, εὐθὺς αἱ πρῶται πέντε ποιότητες ἰδίας ἔχουσαι ῥοπὰς ἐφέροντο χωρίς, οὐ παντάπασιν οὐδ εἰλικρινῶς ἀποκρινόμεναι, διὰ τὸ πάντων ἀναμεμιγμένων ἀεὶ τὰ κρατούμενα τοῖς ἐπικρατοῦσι παρὰ φύσιν ἕπεσθαι. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 376)
- τῇ δὲ παρδάλει τὰ πλεῖστα προσχωρεῖν χαίροντα τῇ ὀσμῇ μάλιστα δὲ τὸν πίθηκον λέγουσι. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 24 2:1)
Synonyms
-
to go to
-
to come or go over to
-
to put faith in
Derived
- ἀναχωρέω (to go back, to retire or withdraw, to retire from)
- ἀποχωρέω (to go from or away from, to go away, depart)
- διαχωρέω (to go through, pass through, diarrhoea)
- ἐγχωρέω (to give room, to allow, permit)
- ἐκχωρέω (to go out and away, depart, emigrate)
- ἐξαναχωρέω (to go out of the way, withdraw, retreat)
- ἐπαναχωρέω (to go back again, to retreat, return)
- ἐπιχωρέω (to give way, yield, to forgive)
- μεταχωρέω (to go to another place, to withdraw, migrate)
- παραχωρέω (to go aside, make room, give place)
- περιχωρέω (to go round, to come round to, come to in succession)
- προαποχωρέω (to go away before)
- προχωρέω (to go or come forward, advance, to go on)
- συγχωρέω (to come together, meet, to meet)
- ὑπαναχωρέω (to retire slowly)
- ὑπεκχωρέω (to withdraw or retire slowly or unnoticed, to retire and give place to, to make way for)
- ὑποχωρέω (to go back, retire, recoil)
- χωρέω (to make room for another, give way, draw back)