고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: συμπεριλαμβάνω συμπεριλήψομαι
Structure: συμ (Prefix) + περι (Prefix) + λαμβάν (Stem) + ω (Ending)
Middle | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | συμπεριλήψομαι | συμπεριλήψει, συμπεριλήψῃ | συμπεριλήψεται |
Dual | συμπεριλήψεσθον | συμπεριλήψεσθον | ||
Plural | συμπεριληψόμεθα | συμπεριλήψεσθε | συμπεριλήψονται | |
Optative | Singular | συμπεριληψοίμην | συμπεριλήψοιο | συμπεριλήψοιτο |
Dual | συμπεριλήψοισθον | συμπεριληψοίσθην | ||
Plural | συμπεριληψοίμεθα | συμπεριλήψοισθε | συμπεριλήψοιντο | |
Infinitive | συμπεριλήψεσθαι | |||
Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
συμπεριληψομενος συμπεριληψομενου | συμπεριληψομενη συμπεριληψομενης | συμπεριληψομενον συμπεριληψομενου |
Active | ||||
---|---|---|---|---|
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | συμπεριελάμβανον | συμπεριελάμβανες | συμπεριελάμβανεν* |
Dual | συμπεριελαμβάνετον | συμπεριελαμβανέτην | ||
Plural | συμπεριελαμβάνομεν | συμπεριελαμβάνετε | συμπεριελάμβανον | |
Middle/Passive | ||||
1st person | 2nd person | 3rd person | ||
Indicative | Singular | συμπεριελαμβανόμην | συμπεριελαμβάνου | συμπεριελαμβάνετο |
Dual | συμπεριελαμβάνεσθον | συμπεριελαμβανέσθην | ||
Plural | συμπεριελαμβανόμεθα | συμπεριελαμβάνεσθε | συμπεριελαμβάνοντο |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기