συμβολέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
συμβολέω
Structure:
συμβολέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to meet or fall in with
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- αὐτοῖσ τρίγωνον, τὸ δἰ ἀλλήλων, τὸ πεντάγραμμον, ᾧ συμβόλῳ πρὸσ τοὺσ ὁμοδόξουσ ἐχρῶντο, ὑγίεια πρὸσ αὐτῶν ὠνομάζετο, καὶ ὅλωσ ἡγοῦντο τῷ μὲν ὑγιαίνειν τὸ εὖ πράττειν καὶ τὸ χαίρειν εἶναι, οὔτε δὲ τῷ εὖ πράττειν οὔτε τῷ χαίρειν πάντωσ καὶ τὸ ὑγιαίνειν. (Lucian, Pro lapsu inter salutandum 11:1)
- τοὐναντίον γὰρ ἡ σώφρων ἀντενδύεται τὴν αἰδῶ, καὶ τοῦ μάλιστα φιλεῖν τῷ μάλιστα αἰδεῖσθαι συμβόλῳ χρῶνται πρὸσ ἀλλήλουσ. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 10 1:1)
- τοῦτο γὰρ εἰκὸσ οὐ κατὰ τύχην οὐδ’ οἱο͂ν ἀπὸ κλήρου τῶν γραμμάτων μόνον ἐν προεδρίᾳ παρὰ τῷ θεῷ γενέσθαι καὶ λαβεῖν ἀναθήματοσ τάξιν ἱεροῦ καὶ θεάματοσ ἀλλ’ ἢ δύναμιν αὐτοῦ κατιδόντασ ἰδίαν καὶ περιττὴν ἢ συμβόλῳ χρωμένουσ πρὸσ ἕτερόν τι τῶν ἀξίων σπουδῆσ τοὺσ ἐν ἀρχῇ περὶ τὸν θεὸν φιλοσοφήσαντασ, οὕτω προσέσθαι. (Plutarch, De E apud Delphos, section 1 7:1)
- αὐτόσ τε διετέλεσεν ἐξ ἐκείνου συμβόλῳ κατὰ τοῦ κράνουσ κοσμούμενοσ κόρακι, καὶ ταῖσ εἰκόσιν αὐτοῦ πάσαισ οἱ πλάττοντεσ καὶ γράφοντεσ τοῦτο τὸ ζῷον ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἐφήρμοττον. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 15, chapter 1 4:3)
- καὶ παραλαμβάνειν γ’ ἅμα τῇ βακτηρίᾳ καὶ τῷ συμβόλῳ τὸ φρόνημα τὸ τῆσ πόλεωσ νομίζειν ἕκαστον ὑμῶν δεῖ, ὅταν τὰ δημόσι’ εἰσίητε κρινοῦντεσ, εἴπερ ἄξι’ ἐκείνων πράττειν οἰέσθε χρῆναι. (Demosthenes, Speeches 11-20, 304:2)
Synonyms
-
to meet or fall in with
- περιτυγχάνω (to light upon, fall in with, meet with)
- ἐγκύρω (to fall in with, light upon, meet with)
- συμπίπτω (I fall together, meet violently, I fall in with)
- συνάντομαι (to fall in with, meet, to meet)
- ὑπεξέρχομαι (to go out to meet)
- συμβαίνω (to meet)
- συμμίγνυμι (to meet)
- ἀντάω (to meet)
- συναντάω (to meet with, meet)
- συνέχω (to meet)
- συνήκω (to meet)
- ὁμηρέω (to meet)
- ὁμαρτέω (to meet)
- ἀντιάζω (to meet in)
- ἀντιπρόειμι (to meet)
- μαδάω ( I fall off)
- τάσσω ( I fall in, form up)
- συνηβολέω (to fall in with)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- ἀπορρέω (to fall off)
- ἐκπίπτω (to fall out of)
- ἐκρέω ( I fall off)
- ἐνσκήπτω (to fall in or on)
- πίπτω (I fall)
- ἐπαντιάζω (to fall in with)
- καταρρέω (to fall off)
- περιπίπτω (to fall in with)
- προσκυρέω (to meet with, fall upon, betides)
- προσπίπτω (to fall in with, light upon, meet with)